Ο Ερντογάν προτάσσει μια μοντέρνα ισλαμική ταυτότητα, με την οποία η Τουρκία μπορεί να κάνει το δικό της παιχνίδι
Του Σταύρου Λυγερού
Η άρνηση της τουρκικής Βουλής το 2003 να επιτρέψει τη διέλευση των αμερικανικών στρατευμάτων προς το βόρειο Iράκ είχε τότε προκαλέσει σοκ, αλλά τελικώς δεν είχε σοβαρές συνέπειες για την Αγκυρα. Η κυβέρνηση Μπους υποχρεώθηκε να καταπιεί την οργή της, επειδή συνέχισε να την έχει ανάγκη:
Μέσω διευκολύνσεων που παρέχει η Τουρκία στηρίζεται σε ένα μεγάλο μέρος η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ.
Μόνο μέσω της Τουρκίας μπορεί να παρακαμφθεί η Ρωσία στη ροή του κεντροασιατικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Η Τουρκία μπορεί να είναι ένα -μη εξαρτώμενο από τη Ρωσία- σκαλοπάτι προς το Αφγανιστάν, ειδικά μετά την απόφαση του Κιργιζιστάν να κλείσει την αμερικανική αεροπορική βάση Μανάς.
Η γειτνίασή της με τον Καύκασο της επιτρέπει να λειτουργήσει ως έρεισμα για το φιλοαμερικανικό καθεστώς της Γεωργίας και εμμέσως ως έρεισμα για το τσετσενικό αντάρτικο.
Η εξωτερική πολιτική του προέδρου Ομπάμα διαφοροποίησε, αλλά δεν ακύρωσε τους ανωτέρω λόγους. Για την Ουάσιγκτον είναι βολικό η επικείμενη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ να πραγματοποιηθεί μέσω Τουρκίας.
Ο Μπαμπατζάν, όμως, άρχισε τα παζάρια: «Εχουμε κάποιους όρους για το θέμα της αποχώρησης μέσω της Τουρκίας… Θα φύγει (ο οπλισμός) από το Ιράκ και στη συνέχεια πού θα πάει; Αυτά όλα θα πρέπει να συζητηθούν. Ισως σε ορισμένα σημεία του σχεδίου πούμε ναι και σε ορισμένα όχι». Οι Τούρκοι θέλουν να περιέλθει στα δικά τους χέρια ο αμερικανικός οπλισμός και κυρίως να μην αφεθεί στους Κούρδους.
Για να διασφαλίσουν την επιρροή τους στο Ιράκ και μετά την απόσυρση των στρατιωτών τους, οι ΗΠΑ θέλουν να δημιουργήσουν έναν ευνοϊκό περίγυρο και κυρίως να έχουν εύκολη πρόσβαση. Ειδικά για το κουρδικό βόρειο Ιράκ, αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί είτε μέσω Συρίας είτε μέσω Τουρκίας. Οσο οι αμερικανοσυριακές σχέσεις είναι προβληματικές, η Τουρκία είναι μονόδρομος.
Το άνοιγμα Ομπάμα προς την Τεχεράνη ευνοεί την τουρκική μεσολάβηση και ενισχύει τον ρόλο της Αγκυρας. Η φιλοδοξία της, όμως, δεν φαίνεται να προχωράει. Οταν προ ημερών ο πρόεδρος Γκιουλ βολιδοσκόπησε τους Ιρανούς οικοδεσπότες τους, αυτοί του απάντησαν ότι δεν χρειάζεται μεσολάβηση. Η θέση τους είναι ότι εάν η Ουάσιγκτον έχει κάτι να τους πει, πρέπει να τους το πει η ίδια. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο Σύρος πρόεδρος Ασαντ φαίνεται να αποποιείται την τουρκική μεσολάβηση μεταξύ Δαμασκού και Τελ Αβίβ. Σε συνέντευξή του στην ιαπωνική εφημερίδα Asahi ζήτησε από την Ουάσιγκτον να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή.
Η Τουρκία μπορεί να μην τα καταφέρει ως επίδοξος μεσολαβητής, αλλά αυτό που μετράει είναι ότι οι ΗΠΑ την έχουν ανάγκη. Γι’ αυτό και ο πρόεδρος Ομπάμα σπεύδει να την επισκεφθεί, προκαλώντας αμηχανία στην Αθήνα. Ακόμα και εάν δεν εκφωνήσει στην Κωνσταντινούπολη την προαναγγελθείσα ομιλία του προς τον ισλαμικό κόσμο, από μόνη της η επίσκεψή του είναι ένα μήνυμα για τη σημασία που η Ουάσιγκτον αποδίδει στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Η Αγκυρα κρατάει στα χέρια της καλά χαρτιά και τα παίζει δυνατά. Σε αντίθεση με την επιφυλακτικότητα και τον μάλλον μονοδιάστατο χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής των κεμαλιστών, ο Ερντογάν ακολουθεί πολιτική δυναμικού εξωστρεφούς ανοίγματος. Δεν πρόκειται για διπλωματικό «μπιζιμποντισμό». Πρόκειται για νέο στρατηγικό δόγμα.
Μία πρώιμη εκδοχή του νεοοθωμανισμού είχε προωθήσει ο Οζάλ για να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες από τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Ηταν η εποχή που δήλωνε αμετροεπώς ότι η τουρκική επιρροή εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος! Ο θεωρητικός της σύγχρονης εκδοχής του (δόγμα του «στρατηγικού βάθους») είναι ο σύμβουλος του Ερντογάν καθηγητής Νταβούτογλου.
Η ουσία του νεο-οθωμανισμού είναι ότι η Τουρκία δεν πρέπει να συμπεριφέρεται σαν το ακραίο γεωπολιτικό φυλάκιο της Δύσης στην Ανατολή, ούτε σαν την ιδανική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το αυτοκρατορικό παρελθόν της, ο όγκος της και οι δυνατότητες επιρροής της την διευκολύνουν να αναδειχθεί σε αυτόνομη ηγετική περιφερειακή δύναμη.
Για να το επιτύχει πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο και πολιτικές δεσμεύσεις στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς να χαλαρώσει τους δεσμούς της με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Στο νέο διεθνές περιβάλλον η Τουρκία πρέπει να ασκεί εξωτερική πολιτική με αυτοπεποίθηση και αίσθηση μεγαλείου και να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τις μεγάλες δυνάμεις.
Ο Ερντογάν προτάσσει μία μοντέρνα ισλαμική ταυτότητα, η οποία δεν λειτουργεί σαν «δούρειος ίππος» της Δύσης, αλλά σαν αυτόνομος γεωπολιτικός παράγων. Η άρνησή του το 2003 να επιτρέψει την διέλευση των Αμερικανών προς το βόρειο Ιράκ παγίωσε την εντύπωση πως η Τουρκία είναι μία δύναμη που έχει και το ειδικό βάρος και την αποφασιστικότητα να κάνει το δικό της παιχνίδι.
Το επεισόδιο στο Νταβός ήρθε να επιβεβαιώσει αυτήν την εντύπωση. Δεν πρόκειται για ένα τυχοδιωκτικό ξέσπασμα. Πέρα από τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, ήταν και ένα έμπρακτο μήνυμα προς τον μουσουλμανικό κόσμο και μία απόδειξη της αυξανόμενης τουρκικής αυτοπεποίθησης. Από παλιά, η Τουρκία αυτοπροβαλλόταν σαν πρότυπο κοσμικής μουσουλμανικής χώρας, προκειμένου να μεγιστοποιήσει στα μάτια των Δυτικών τη γεωστρατηγική σημασία της. Τώρα πια αυτοπροβάλλεται και στον μουσουλμανικό κόσμο σαν μία χώρα που έχει και τη βούληση και τη δύναμη να υποστηρίξει υποθέσεις με μεγάλη συμβολική σημασία γι’ αυτόν τον χώρο, όπως το Παλαιστινιακό.
Πριν εκπνεύσει ο Απρίλιος θα έχουμε ένδειξη εάν η τουρκική στάση θα της κοστίσει την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας. Ο Μπαμπατζάν δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον έχει προειδοποιηθεί για τις αρνητικές επιπτώσεις. Η αναγνώριση παραμένει ισχυρό ταμπού στην Τουρκία, αλλά ουσιαστικά δεν συνιστά στρατηγικό πλήγμα. Από τη στιγμή, όμως, που η αναγνώριση διασυνδέθηκε με τα γεωπολιτικά παιχνίδια, η στάση του Κογκρέσου αποκτά διαστάσεις πολιτικού μηνύματος.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/3/2009