5.11.08

Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΜΠΑΜΑ

Με δεδομένη την τεράστια επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές γίγνεσθαι, το παγκόσμιο ενδιαφέρον που συνοδεύει την άνοδο του Μπάρακ Ομπάμα στον αμερικανικό προεδρικό θώκο είναι και ευεξήγητο και δικαιολογημένο. Ιδιαίτερα προκειμένου για λαούς, όπως εμείς, οι τύχες των οποίων επηρεάζονται αμεσότερα από τις αμερικανικές επιλογές. Φυσικό δε είναι η γενική προσοχή να επικεντρώνεται, επί του παρόντος, στα μέτρα που λαμβάνει η Ουάσινγκτον για την αντιμετώπιση της χρηματο-οικονομικής κρίσης και στις συναφείς προθέσεις του νέου προέδρου.


Τουλάχιστον ίσης, όμως, σημασίας είναι και οι κεντρικές κατευθύνσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Στις οποίες αρκετοί – τόσο εντός, όσο, κυρίως, εκτός αμερικανικών συνόρων και ειδικότερα στην Ευρώπη – αναμένουν η κυβέρνηση Ομπάμα να επιφέρει ριζικές αλλαγές. Ενώ πολύ πιθανότερο είναι, εκτός φυσικά αν μεσολαβήσουν απρόβλεπτα γεγονότα – η 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποτελεί διδακτικό προηγούμενο – οι μέχρι σήμερα εξωτερικοί προσανατολισμοί των ΗΠΑ να παραμείνουν στις γενικές τους γραμμές αμετάβλητοι. Με την προσωπικότητα, ωστόσο, του κ. Ομπάμα – ενός νέου την ηλικία, χαρισματικού, και, όπως κατεδείχθη και κατά την προεκλογική εκστρατεία, ρεαλιστή και ανθεκτικού πολιτικού ανδρός – να εναποθέτει τη σφραγίδα της στην υλοποίησή τους. Υπ’όψιν δε, ότι στον διεθνή χώρο, όπως και στη ζωή γενικότερα, η επιτυχία μιας στρατηγικής επιλογής κρίνεται συχνά από την αποτελεσματικότητα των επί μέρους χειρισμών.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στη διεθνή εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών, η αλλαγή προεδρικής φρουράς ασφαλώς θα λειτουργήσει θετικά. Δικαίως ή αδίκως, η εκτός αμερικανικών συνόρων δημοτικότητα του προέδρου Μπους έχει πληγεί δεινώς – με αρνητικές επιπτώσεις και σε εκείνη της χώρας του. Και ως εκ τούτου, ο κ. Ομπάμα εγκαινιάζει την προεδρική του θητεία με το πλεονέκτημα μιας εξ αντιδιαστολής ευμενούς έναντί του διάθεσης της διεθνούς κοινής γνώμης. Ενώ στη θετική αυτή αντιμετώπισή του συμβάλλει σε αρκετές περιπτώσεις και ο κοινωνικός συμβολισμός της φυλετικής του ταυτότητας. Όμως, η διεθνής «ομπαμαμανία» έχει πιθανότατα ημερομηνία λήξης.


Διότι στη ρίζα του αντιαμερικανισμού δεν είναι οι προσωπικές ιδιαιτερότητες του εκάστοτε προέδρου, αλλά η τεράστια ανισορροπία ισχύος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του υπόλοιπου κόσμου. Ως η μόνη υπερδύναμη, οι ΗΠΑ μοιραίως προκαλούν τις αντιδράσεις, αλλά και τον φθόνο, ή και το μίσος, πολλών – μεταξύ των οποίων και ουκ ολίγοι εκ των αντλούντων οφέλη από την επιρροή τους. Είναι το τίμημα της ισχύος. Το οποίο καταβάλλεται – και θα καταβάλλεται – από τους Αμερικανούς, είτε ενεργούν «αποτρεπτικά», είτε «προληπτικά», είτε «μονομερώς», είτε «πολυμερώς». Με τις διακρίσεις αυτές, άλλωστε, να στερούνται ως επί το πολύ πρακτικού αντικρίσματος – και να προσφέρονται κυρίως ως προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα, ή ως θέματα για πανεπιστημιακές πραγματείες.


Κατά τα άλλα, παρά τους ισχυρισμούς που ενίοτε διατυπώνονται περί τέλους της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, αρκεί μια προσεκτική ματιά στο διεθνές γίγνεσθαι για να γίνει αντιληπτό ότι η Ουάσινγκτον παραμένει ο παγκόσμιος εξισορροπιστής. Πρόκειται για ένα κρίσιμο ρόλο – για τον Δυτικό Κόσμο, καίριας σημασίας – στον οποίο καμία άλλη δύναμη ή συνδυασμός δυνάμεων δεν μπορεί σήμερα και δεν πρόκειται στο ορατό μέλλον να την υποκαταστήσει. Και τον οποίο ρόλο ο νέος πρόεδρος θα συνεχίσει κατ’ ανάγκην και αυτός να ασκεί. Καθώς επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στην παλαιότερη απομονωτική πολιτική τους αποκλείεται, λόγω των οφθαλμοφανών κινδύνων για την ίδια την αμερικανική ασφάλεια που συνεπάγεται. Σχεδόν αναπόφευκτα, άρα, ο πρόεδρος Ομπάμα με τη σειρά του θα υποστεί, εν καιρώ, κάμψη της διεθνούς δημοφιλίας του. Απολαμβάνοντας, πάντως, εν τω μεταξύ, έναν, αβέβαιης διάρκειας, «μήνα του μέλιτος» με το παγκόσμιο κοινό – τον οποίον ασφαλώς δεν θα παραλείψει να αξιοποιήσει υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων.

Οι προεκλογικές τοποθετήσεις του κ. Ομπάμα τείνουν να επιβεβαιώσουν τις γενικές αυτές επισημάνσεις.

Σύμφωνα με την έγκυρη – και, σημειωτέον, στηρίξασα την υποψηφιότητα Ομπάμα – αμερικανική εφημερίδα “Ουάσινγκτον Ποστ”: «Οι πολυ-διαφημισθείσες διαφορές μεταξύ Τζον Μακ Κέιν και Μπάρακ Ομπάμα για τον πόλεμο στο Ιράκ ενδέχεται να συσκοτίζουν μια σημαντική ομοιότητα μεταξύ των σκληροπυρηνικών (hawkish) απόψεών τους ως προς τη χρησιμοποίηση της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος σε άλλα μέρη....και οι δύο επέδειξαν διάθεση αποστολής αμερικανικών δυνάμεων πέραν των θαλασσών, τόσο για στρατηγικούς, όσο και για ανθρωπιστικούς σκοπούς. Και οι δύο είναι σύμφωνοι για ένα τρόπο ενεργείας στο Αφγανιστάν που θα μπορούσε να οδηγήσει στη μακροπρόθεσμη εμπλοκή Αμερικανών στρατιωτών...Και οι δύο ευνοούν την επαύξηση των [αμερικανικών] ενόπλων δυνάμεων, ο Ομπάμα κατά 92,000...Και οι δύο συμμερίζονται αυτό που ο Andrew Bacevich αποκαλεί “σιωπηρή συναίνεση εξαναγκάζουσα τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μόνιμη στρατιωτική πρωτοκαθεδρία”...»

Αλλά και ως προς το Ιρακινό, κατά την τρέχουσα φάση του ζητήματος – με τον σημερινό Αμερικανό πρόεδρο να έχει, κατά την έκφραση Γάλλου διανοουμένου, «κερδίσει, χάρις στην επιμονή του, τον πόλεμο»– οι θέσεις Ομπάμα και κυβέρνησης Μπους οριακά μόνο διαφοροποιούνται. Βέβαια, σε αντίθεση, όχι μόνο με τον αντίπαλό του κ. Μακ Κέιν, αλλά και με την πάλαι ποτέ εσωκομματική του ανταγωνίστρια κυρία Κλίντον, ο κ. Ομπάμα, ως ελάχιστα γνωστός τότε πολιτειακός βουλευτής, είχε ήδη από το 2002 αντιταχθεί στην εισβολή. Κατά τη διάρκεια, όμως, της προεκλογικής εκστρατείας, προσήρμοσε επανειλημμένως τη στάση του στις μεταβαλλόμενες τοπικές ιρακινές πραγματικότητες. Οι δε πιο πρόσφατες τοποθετήσεις του σχετικά με την απεμπλοκή από το Ιράκ δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τις παρούσες στοχεύσεις της κυβέρνησης Μπους, ούτε ως προς το χρονοδιάγραμμα και τις πολιτικο-στρατιωτικές προϋποθέσεις για την απόσυρση του κύριου όγκου της αμερικανικής δύναμης, ούτε όσον αφορά στην ανάγκη να παραμείνει στην ιρακινή επικράτεια «μικρό», πλην απροσδιόριστου μεγέθους, μέρος της δύναμης αυτής.

Ενώ σύγκλιση, ή και σύμπτωση, των απόψεων του κ. Ομπάμα με εκείνες του Ρεπουμπλικανού συνυποψηφίου του και, ιδίως, της κυβέρνησης Μπους σημειώνεται και ως προς το σύνολο σχεδόν των λοιπών διεθνών προβλημάτων. Η συμπαράσταση προς το Ισραήλ είναι ομόθυμη – με τον κ. Ομπάμα μάλιστα να επισκέπτεται το εβραϊκό κράτος, διαρκούσης της προεκλογικής εκστρατείας, για να το διακηρύξει. Όπως κοινή είναι η υποστήριξη στη λύση «των δύο κρατών» για το Παλαιστινιακό. Αλλά και η αντίθεση στην πυρηνικοποίηση του Ιράν – σε σχέση με την οποία, ο κ. Ομπάμα έχει δηλώσει κατηγορηματικά ότι «θα αποτελούσε μείζονα απειλή», και ότι «ο κόσμος πρέπει να εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικό όπλο». Διευκρινίζοντας, μάλιστα, ότι για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αυτόν ως πρόεδρος, «δεν θα απέσυρε καμιά επιλογή από το τραπέζι» – όπερ προφανώς παραπέμπει σε ενδεχόμενη προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα.Ενώ, ως προς τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με το NATO, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ευρασίας – Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία – οι κατά καιρούς, και άλλωστε μάλλον σπάνιες, τοποθετήσεις του νεοεκλεγέντος προέδρου εν αναμονή ουδέν το ουσιαστικώς διαφορετικό προαναγγέλλουν. (Οι προσεκτικές δηλώσεις του επ’ ευκαιρία της κρίσης στον Καύκασο κινήθηκαν γενικώς προς την κατεύθυνση των αμερικανικών κυβερνητικών χειρισμών, ενώ η αρχική αντίθεσή του προς την συμφωνία πυρηνικής συνεργασίας που η κυβέρνηση Μπους συνήψε με το Νέο Δελχί εν συνεχεία ήρθη.


Σε ό,τι, τέλος, αφορά στα θέματα της περιοχής μας, ο υποψήφιος Ομπάμα τοποθετήθηκε με τρόπο, όχι μόνο γενικόλογο, αλλά και καθ’όλα συμβατό με την πάγια πολιτική των διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων.Με μόνη εξαίρεση την ανοικτή υποστήριξη που παρέσχε στην πρόταση υιοθέτησης από το Κογκρέσο ψηφίσματος κατά της γενοκτονίας των Αρμενίων. Πρόκειται για ένα μη δεσμευτικό για τον πρόεδρο ψήφισμα, την υιοθέτηση του οποίου η τουρκική διπλωματία έχει μέχρι στιγμής κατορθώσει να ματαιώσει – και στο οποίο ενδέχεται να μη δοθεί καν συνέχεια, εάν αποδώσει η «ποδοσφαιρική διπλωματία», που η Άγκυρα πρόσφατα εγκαινίασε έναντι της Αρμενίας.

Λίγες λέξεις εν κατακλείδι για τη σημασία των προσώπων με τα οποία ο κ. Ομπάμα θα στελεχώσει τους φορείς της κυβέρνησής του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Τα ιδαίτερα χαρακτηριστικά τους – ηλικιακά, επαγγελματικά, ιδεολογικά –, όπως άλλωστε και ο ρόλος που θα ανατεθεί στον έμπειρο περί τα εξωτερικά αντιπρόεδρο κ. Μπάιντεν, θα είναι εν πολλοίς ενδεικτικά του γενικού πνεύματος που ο νέος πρόεδρος θα επιχειρήσει να φέρει στην Ουάσινγκτον, αλλά και των προθέσεών του σε σχέση με την αντιμετώπιση συγκεκριμένων επί μέρους προβλημάτων. Υπό το πρίσμα δε αυτό, όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα παρουσιάσουν οι επιλογές του προέδρου Ομπάμα για τα υπουργεία εξωτερικών και άμυνας, για το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και για τις υπηρεσίες πληροφοριών. Κατά τα λοιπά, πάντως, πρέπει αύθις να τονισθεί ότι οι βασικοί προσανατολισμοί της νέας αμερικανικής κυβέρνησης είναι από τώρα, σε γενικές γραμμές, προβλέψιμοι. Πάντοτε, βέβαια, εφ’ όσον δεν μεσολαβήσουν απρόοπτα γεγονότα. Και τα απρόοπτα, όπως γνωρίζουμε, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ρευστού μεταψυχροπολεμικού γεωπολιτικού τοπίου.

www.diplomatikoperiskopio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: