Tου Xρήστου Γιανναρά
Μέτρο για την αξιολόγηση της ποιότητας των ανθρώπων είναι μάλλον ή κυρίως η αυτοκριτική εγρήγορση: Η ετοιμότητα παραδοχής λαθών, η αναγνώριση ελλείψεων, η συμφιλίωση με τη μη παντογνωσία. Και ακόμα, η σεμνότητα της αμφιβολίας, το θάρρος να ομολογείται άγνοια, η αποσύνδεση γνωμών, απόψεων, κρίσεων από την άμυνα ή την προβολή του εγώ.
Γιατί συνιστά «ποιότητα» (αξιολογική υπεροχή) η αυτοκριτική εγρήγορση; Μα, προφανώς, επειδή επιτρέπει στον άνθρωπο την ελευθερία από το ένστικτο (την αναγκαιότητα) της αυτοθωράκισης. Του επιτρέπει να ανοιχτεί στη σχέση, να ζει τη χαρά κοινωνικής επαλήθευσης της εμπειρίας, δημιουργικού ελέγχου διανοημάτων και κρίσεων, φαντασίας και στόχων. Να πλουτίζει τη ζωή του ο άνθρωπος με συνεχή αναζήτηση της πάντοτε απλήρωτης πληρότητας, ανυπότακτος στα στεγανά και στη μιζέρια της αυταρέσκειας, ελεύθερος από τη νομοτέλεια των κτηνωδών ενορμήσεων επιβολής και κυριαρχίας.
Υπάρχουν ωστόσο εποχές ή πολιτιστικά «παραδείγματα», αλλά και επιμέρους επαγγέλματα, που μοιάζει να επιβάλλουν στις συνειδήσεις σαν αυτονόητο τον αποκλεισμό της αυτοκριτικής ετοιμότητας, τον αποκλεισμό επομένως από την κατάκτηση της ανθρώπινης ποιότητας. Ενας θρησκευτικός λειτουργός π.χ. κατά κανόνα θεωρεί αδιανόητο να ομολογήσει άγνοια στο πεδίο της μετα-φυσικής πραγματικότητας, να διατυπώσει κριτικές αμφιβολίες, να δεχθεί τη σχετικότητα της γλώσσας. Αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι ζητάνε από τη θρησκεία βεβαιότητες, επαναπαυτική σιγουριά, αράγιστες ατομοκεντρικές «πεποιθήσεις». Επομένως ο λειτουργός της θρησκείας εξ ορισμού οφείλει να εκπροσωπεί δόγματα, αρχές κατοχυρωμένες με την αυθεντία υπερβατικών αποκαλύψεων. Γι’ αυτό και τον «αποφατισμό» της εκκλησιαστικής Χριστιανοσύνης, τον συνεπή εμπειρισμό του αθλήματος της σχέσης και την άρνηση ιδεολογημάτων η πλειονότητα των ανθρώπων δεν τα αντέχει – με αποτέλεσμα την κυρίαρχη μέσα στους αιώνες θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος.
Για πολλούς ο δικαστής επίσης δεν δικαιούται να διαθέτει αυτοκριτική ευαισθησία, τουλάχιστον δημόσια εκδηλούμενη.
Η ψυχολογία και πάλι της μάζας θα απαξιώσει και θα απορρίψει τον δικαστή που θα ομολογούσε ενδεχόμενο σφάλματος σε αποφάσεις του, έλλειψη βεβαιότητας για την ευθυκρισία του, αναγνώριση της σχετικότητας των νομικών επιχειρημάτων του. Γενικότερα, για κάθε διαχειριστή εξουσίας θεωρείται ουσιώδης συνιστώσα του εξουσιαστικού υπουργήματός του το να εμφανίζεται αλάθητος, απόλυτα σίγουρος για τις απόψεις, τις γνώμες, τις κρίσεις του, να ενσαρκώνει αδιαμφισβήτητη αυθεντία. Χωρίς αλάθητο και αυθεντία είναι αδύνατο να λειτουργήσουν τα «επαγγελματικά στελέχη» ιδεολογικών παρατάξεων, οι κομματικοί μέντορες, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι και, βέβαια, οι αρχηγοί «κομμάτων εξουσίας».
Για τον έχοντα υγιείς ή αρκούντως υγιείς τας φρένας η αυτονόητη εξάλειψη κάθε αυτοκριτικής ετοιμότητας έχει κωμικό αποτέλεσμα: Γελάει κανείς αλλά ταυτόχρονα και θλίβεται βλέποντας ανθρώπους ανίκανους να πιστοποιήσουν λάθος τους, να εντοπίσουν τις ελλείψεις τους, να συνειδητοποιήσουν υστερήματά τους. Αλλά, στο σημερινό πολιτιστικό «παράδειγμα» της ύστερης Νεωτερικότητας αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος είναι ο κυρίαρχος. Παράγεται μέσα από κάθε παραμικρή πτυχή λειτουργίας της συλλογικότητας. Η πληροφορία είναι μόνο και απολύτως έγκυρη (κυρίως η τηλεοπτική που μεταφέρει εικόνα, έστω «στημένη»). Η διαφήμιση προϊόντων και κάθε προπαγάνδα οφείλει να μεταγγίζει αράγιστες δογματικές βεβαιότητες, ούτε ίχνος επιφύλαξης ή περιθώριο αμφιβολίας. Η επιστήμη αυτονόητα εκλαϊκεύεται και σερβίρεται σε περιοδικά λαϊκής κυκλοφορίας και εφημερίδες (αλλά και από ακαδημαϊκούς θηρευτές της ευρείας δημοσιότητας) σαν τελεσίδικη οριστική απόφανση, ειδωλοποιημένη «καθέδρα» που σε όλα απαντά, παρόντα και μέλλοντα, του επιστητού και του απροσπέλαστου.
Οσο πιο υπανάπτυκτη είναι μια κοινωνία ή μια κοινωνική ομάδα, όσο χαμηλότερος ο δείκτης της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, τόσο στεγανότερος ο αποκλεισμός της αυτοκριτικής, τόσο πιο πεισματικό το γάντζωμα σε αλάθητες βεβαιότητες. Είναι ποτέ νοητό να τολμήσει κανείς ένδοθεν κριτική στο ΚΚΕ ή στον ΣΥΡΙΖΑ ή στους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» ή σε παλαιοημερολογίτικη σέκτα; Βέβαια, παντού υπάρχουν οι επιτήδειοι ευφυείς που εκμεταλλεύονται την ευήθεια των πολλών για να κάνουν οι ίδιοι καριέρα. Σερβίρουν αλάθητες βεβαιότητες, ειδωλοποιούν νοητές «καθέδρες» και το πλήθος έρχεται και αποθέτει στα πόδια τους την ελευθερία του, ακριβώς όπως το ήθελε ο «Μέγας Ιεροεξεταστής» στους Καραμάζοφ.
Πάντως, σε ευρύτερο κοινωνικό πεδίο η πιο αποτελεσματική μεθόδευση για ριζική εξάλειψη της αυτοκριτικής ετοιμότητας των ατόμων ήταν το πασοκικό επινόμα να καταργηθεί θεσμικά κάθε λειτουργία κριτικής αξιολόγησης σε οποιαδήποτε πτυχή του συλλογικού βίου, να ακυρωθεί κάθε ιεράρχηση ικανοτήτων και ευσυνειδησίας, κάθε διάκριση ποιοτήτων. Η θεσμική κατάργηση υπαγορεύτηκε από τη σκοπιμότητα να κολακευτεί ο πρωτογονισμός ενορμήσεων της μάζας, η ηδονιστική ψευδαίσθηση «προοδευτικού» εξισωτισμού των ατόμων, για να θηρεύσει ψήφους το κόμμα. Και όταν καταργούνται τα αντικειμενικά - χρηστικά μέτρα κριτικής αξιολόγησης, ατονούν αναπόφευκτα ή αφανίζονται και τα υποκειμενικά αντανακλαστικά κριτικής και αυτοκριτικής.
Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα λειτουργούν κάποιες ελάχιστες επιφάσεις κριτικών επιλογών ή γνωμών και απόψεων, όμως στην πραγματικότητα κανένας δεν κρίνεται για τίποτε. Η «βουλευτική ασυλία» είναι η αναιδέστερη μάλλον πρόκληση βάναυσης θεσμοποίησης της ακρισίας και ατιμωρησίας, που σε συμβολικό επίπεδο νομιμοποιεί κάθε αυθαιρεσία. Το ίδιο και η προαγωγή όλων των μαθητών σε κάθε τάξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπως και το απεριόριστο του χρόνου των προπτυχιακών σπουδών στα πανεπιστήμια.
Το ίδιο και η κατάργηση κάθε κριτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η αυτονόητη μονιμότητά τους δίχως τον παραμικρό έλεγχο ικανότητας και απόδοσης, η κατάλυση του θεσμού των πειθαρχικών συμβουλίων.
Η δυναμική του συμβολικού χαρακτήρα τέτοιων συμπτωμάτων κριτικής και αυτοκριτικής αφασίας προσδίδει στην κοινωνική (παιδευτική κυρίως) υπανάπτυξη χαρακτήρα πραγματικής συμφοράς, καταστροφικού κυκλώνα. Τα βασανιστικότερα προβλήματα καθημερινού βίου στην Ελλάδα σήμερα, προβλήματα που στερούν τη χαρά της ζωής, τη δημιουργικότητα και την ελπίδα από τον Ελληνα, είναι πασιφανώς προϊόντα της παγιωμένης ακρισίας, της χαμένης αυτοκριτικής ετοιμότητας.
Παράλογο να ελπίζουμε αναμέτρηση με τέτοια προβλήματα από αναστήματα διαμετρήματος «Κωστάκη» και «Γιωργάκη».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7/12/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου