Tου Xρήστου Γιανναρά
Συμπερασματική κρίση προσωπική, υποκείμενη σε έλεγχο επαλήθευσης ή διάψευσης: Ο εφιάλτης βίας και καταστροφής που έζησαν οι ελλαδικές μεγαλουπόλεις, μετά το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακός και απρόβλεπτος. Κυοφορήθηκε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, υπήρξαν σημάδια, με σχεδόν καθημερινή συχνότητα, της τερατογένεσης που προμηνυόταν. Στον εφιάλτη εκβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές τριών δεκαετιών.
Πρώτη, η λεγόμενη πολιτική «εκδημοκρατισμού» της παιδείας. Ο «εκδημοκρατισμός» αποτέλεσε τη συνεπέστερη μάλλον έκφανση του τάχα και αριστερού λαϊκισμού, μαζί και των μηδενιστικών «προοδευτικών» ιδεολογημάτων «αποδόμησης». Ταυτίστηκε στην πράξη ο «εκδημοκρατισμός» με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά «όλα επιτρέπονται». Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει, με την ενηλικίωσή της, τις ευθύνες του πολίτη, όχι. Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλες τις προνομίες, όλα τα δικαιώματα του πολίτη χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς προϋποθετικά εχέγγυα υπευθυνότητας.
Η πολιτική «εκδημοκρατισμού» είκοσι εφτά χρόνια τώρα δεν διαμορφώνει πολίτες. Ετοιμάζει αντιστασιακούς σε μια φαντασιωδώς επερχόμενη χούντα. Η χούντα παραμονεύει παντού, κάθε αστυνομικός είναι χούντα, «μπάτσος, γουρούνι, δολοφόνος», χούντα είναι το συντεταγμένο κράτος, είναι κάθε τι δημόσιο: σχολικό ή πανεπιστημιακό κτίριο, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, τα δωρεάν βιβλία, οι πινακίδες για την τροχαία κίνηση στους δρόμους, οι τοίχοι των σπιτιών που προσφέρονται για να «εκφράσουν» τα παιδιά την αντίστασή τους στην επαπειλούμενη καταπίεση.
Από την πρώτη τάξη του Δημοτικού η «προοδευτική» πολιτική ποτίζει τα παιδιά, είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, με το αφιόνι της διεκδίκησης δικαιωμάτων τους. Τα μαθαίνει να συνδικαλίζονται, να απαιτούν αυτό που τους γυαλίζει με μεθόδους ωμού εκβιασμού: Με καταλήψεις των χώρων της σχολικής τους ζωής, δηώσεις, βανδαλισμούς, βάναυση συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο και στον γονιό. Δεν ξέρουν τι θα πει σχολική «κοινότητα». Ξέρουν το «μαθητικό κίνημα», τη στράτευση στον γενιτσαρισμό των «κινητοποιήσεων». Δεν τους μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Δημοκρατία για τον μαθητόκοσμο στην Ελλάδα σημαίνει τον χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού κεντρικών δρόμων για να παραλύει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη ισχύος όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς.
«Ολα επιτρέπονται». Στα εννέα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης όλοι οι μαθητές είναι αυτονόητο να προάγονται, κανένας δεν επαναλαμβάνει μια τάξη. Ο θεσμός των μετεξεταστέων, της βαθμολογίας, της γραπτής δοκιμασίας είναι γραφικές τυπικότητες, τα παιδιά μαθαίνουν να τις περιφρονούν. Φτάνουν στο γυμνάσιο ή το τελειώνουν και πολλοί μαθητές δεν ξέρουν τις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις ή και να ορθογραφήσουν το όνομά τους. Φτάνουν στο πανεπιστήμιο και αν τους δώσεις τέσσερις λέξεις να τις συντάξουν σε λογική πρόταση, είναι για τους περισσότερους αδύνατο. Οι εξεταστές του ΑΣΕΠ μπορούν να βεβαιώσουν ποια ποσοστά εμφανίζει ο λειτουργικός αναλφαβητισμός που διεκδικεί θέσεις εργασίας στην Ελλάδα σήμερα.
Για λόγους «εκδημοκρατισμού» κατάργησε ο «προοδευτικός» λαϊκισμός τη στοιχειωδέστερη από τις παιδαγωγικές αρχές δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου: την ομοιόμορφη ενδυμασία των μαθητών. Χλεύασαν και συκοφάντησαν οι «προοδευτικοί» την υπεράσπιση της αταξικής εμφάνισης στο σχολικό περιβάλλον, επέβαλαν τις ταξικές ενδυματολογικές διακρίσεις σαν παντιέρα «απελευθέρωσης» των παιδιών. Και η «απελευθέρωση» μεταφράστηκε αμέσως σε σκληρό ανταγωνισμό επίδειξης «σινιέ» ρουχισμού και υπόδησης, έξαλλων κομμώσεων, πληθωρικού μακιγιάζ των κοριτσιών από τα δώδεκά τους χρόνια, «πανκ» αμφιέσεων και χτενισμάτων των αγοριών, άφθονων χαλκάδων σε αυτιά, μύτες και χείλη – όλα αυτά μέσα στο σχολείο.
Από ένα τέτοιο περιβάλλον εκπαίδευσης ώς την κουκουλοφορία η απόσταση είναι ελάχιστη. Το ίδιο και από την «κατάληψη», τον αποκλεισμό της εισόδου των δασκάλων στο σχολειό, το κάψιμο θρανίων στην αυλή, ώς τον θρυμματισμό βιτρίνας, τον εμπρησμό καταστημάτων. Ελάχιστη, μηδαμινή απόσταση από το να λιθοβολούν δεκάχρονα αστυνομικούς και αστυνομικά τμήματα («Καθημερινή» 11/12/08) ώς την προμελετημένη, μεθοδική επιδίωξη να δολοφονήσεις τον «μπάτσο» με λοστό ή τσεκούρι, να τον κάψεις ζωντανό με μολότοφ. Και όλοι γύρω να ερμηνεύουν την «εκτόνωση» ή τον χαβαλέ σου σαν «αμφισβήτηση» και «διαμαρτυρία» για την ανεργία που σε περιμένει ή για το μάταιο της ανάπηρης σπουδής σου. Ωσάν να υπάρχει σκολιαρόπαιδο σήμερα που να διαβάζει εφημερίδα και πολιτικές αναλύσεις, να ξέρει να προβληματιστεί για το μέλλον του.
Η δεύτερη πολιτική πρακτική που εκβάλλει στον εφιάλτη της ανεξέλεγκτης βίας και κακουργίας είναι η σκανδαλωδέστατη οικονομική πριμοδότηση (από όλες τις κυβερνήσεις) και η κυριαρχική τηλεοπτική προβολή του κρετινικού «φιλαθλητισμού». Ξέρουν οι μαφιόζοι πραιτωριανοί της κομματοκρατίας ότι στην εξουσία φτάνει το κόμμα που θα υφαρπάσει την ψήφο της παραιτημένης από τη σκέψη και την κρίση μάζας, την ψήφο των μικρονοϊκών που ξέρουν να είναι μόνο οπαδοί, ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις άλογης μονοτροπίας.
Αυτόν τον ανθρωπολογικό τύπο τον παράγουν μαζικά τα γήπεδα. Αν ακούσει κανείς, έστω για λίγη ώρα, κάποιον από τους αποκλειστικά «φιλαθλητικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς, θα καταλάβει ότι οι λέξεις «ψυχοπαθολογία» και «κρετινισμός» είναι μόνο πραγματιστική διάγνωση. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος για να παρέχουν οι κυβερνήσεις πακτωλούς χρημάτων προκειμένου να συντηρείται και να προάγεται αυτή η συλλογική αλογία. Υπερπολυτελή γήπεδα, που κάθε τόσο οι αμβλύνοες τα καταστρέφουν με μανία και τα κατακαίνε, διμοιρίες ειδικών αστυνομικών δυνάμεων σε κάθε γήπεδο, τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφοι ώς και στο έσχατο επαρχιακό «ντέρμπι» κλωτσοπατινάδας, χώρια οι επιχορηγήσεις στις βαθύπλουτες εταιρείες φιλαθλητικής εμπορίας, η απόσβεση των χρεών τους.
Τα γήπεδα είναι τα εκτροφεία του παρανοϊκού φανατισμού και της βίας, οι δεξαμενές απ’ όπου τα κόμματα αντλούν το απαραίτητο για τις δικές τους «κινητοποιήσεις» ανθρώπινο υλικό. Μαζί με τον ρόλο προαγωγού στην εξηλιθίωση του τζόγου, τα γήπεδα σιγοντάρουν τον «εκδημοκρατισμό» της παιδείας, προκειμένου η κομματοκρατία να εδραιώνεται σε υποστυλώματα αλογίας, ανομίας, κάποτε και αθώου αίματος.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/12/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου