Η Αμερική βρίσκεται σε κρίση. Τη σοβαρότερη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ίσως την πλέον αποφασιστική για την πορεία και την εξέλιξή της στον 21ο αιώνα. Σταδιακά χάνει έδαφος στα παγκόσμια πράγματα και η εικόνα της διαρκώς ξεθωριάζει.
Γιατί, όμως; Η απάντηση είναι πολύπλοκη και έχει να κάνει με αυτή την ίδια την ιστορία της Αμερικής στην διάρκεια του 20ου αιώνα. Αιώνας που σημαδεύτηκε από δύο Παγκόσμιους Πολέμους, από την κατάρρευση της αποικιοκρατίας και, λίγο πριν το τέλος του, από την πτώση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.
Στη διάρκεια αυτού του αιματηρού για την ανθρωπότητα αιώνα, ο Ηνωμένες Πολιτείες, χάρη στην οικονομική τους ευρωστία και την στρατιωτική τους ισχύ, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο, τόσο στη Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Κατά κύριο δε λόγο εγκατέλειψαν οριστικά τον απομονωτισμό τους και θέλησαν να συμμετάσχουν ενεργά και σε πρώτη θέση στο παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι, όπως γράφει ο Εμ. Τοντ, Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος, για μία περίοδο οι ΗΠΑ υπήρξαν μία αυτοκρατορική δύναμη -με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την εσωτερική τους δομή και τις εξωτερικές τους σχέσεις.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1945, το αμερικανικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν αντιπροσώπευε περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος και το αποτέλεσμα της κυριαρχίας υπήρξε αυτόματο, άμεσο. Βεβαίως, γύρω στο 1950, ο κομμουνισμός κάλυπτε την καρδιά της Ευρασίας, από την Ανατολική Γερμανία ως την Βόρειο Κορέα.
Αλλά η Αμερική, ως ναυτική και αεροπορική δύναμη, ήλεγχε στρατηγικά τον υπόλοιπο πλανήτη με τις ευλογίες πλειάδας συμμάχων και πελατών των οποίων η προτεραιότητα ήταν ο αγώνας ενάντια στο σοβιετικό σύστημα. Η αμερικανική ηγεμονία εγκαθιδρύθηκε με την συμφωνία ενός σημαντικού τμήματος του κόσμου, παρά την υποστήριξη που προσέφεραν στον κομμουνισμό πολυάριθμοι διανοούμενοι, εργάτες και αγρότες σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
Αν θέλουμε να καταλάβουμε τη συνέχεια των γεγονότων, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η ηγεμονία αυτή υπήρξε για αρκετές δεκαετίες ευεργετική.
Χωρίς αυτή την αναγνώριση του γενικώς ωφέλιμου χαρακτήρα της αμερικανικής κυριαρχίας την περίοδο 1950-1990, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τη σημασία της μεταγενέστερης μεταπήδησης των ΗΠΑ από την χρησιμότητα στην αχρηστία και τις δυσκολίες που πηγάζουν γι αυτές, όπως και για εμάς, από μία τέτοια αντιστροφή των πραγμάτων.
Η ηγεμονία της περιόδου 1950-1990 στο μη κομμουνιστικοποιημένο τμήμα το πλανήτη, σχεδόν άξιζε το όνομα της αυτοκρατορίας. Οι οικονομικοί, στρατιωτικοί και ιδεολογικοί πόροι έδωσαν τότε στην Αμερική, για ορισμένο χρονικό διάστημα, όλη την ακτινοβολία της αυτοκρατορικής δύναμης.
Η κυριαρχία των φιλελεύθερων οικονομικών αρχών στη ζώνη που διηύθυνε πολιτικά και οικονομικά η Ουάσινγκτον, κατέληξε να μεταμορφώσει τον κόσμο σε αυτό που τώρα αποκαλούμε παγκοσμιοποίηση. Επίσης, επηρέασε σε χρονική διάρκεια, αλλά και σε βάθος, την εσωτερική δομή της κυρίαρχης χώρας, εξασθενίζοντας την οικονομία της και παραμορφώνοντας την κοινωνία της. Η διαδικασία αρχικώς ήταν αργή, σταδιακή.
Χωρίς να το καταλάβουν καλά-καλά τα υποκείμενα της ιστορίας, εγκαθιδρύθηκε σχέση εξάρτησης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την σφαίρα υπεροχής τους. Ήδη από την αρχή της δεκαετίας τού '70, εμφανίστηκε ένα αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα, το οποίο εξελίχθηκε σε δομικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού προκάλεσε ραγδαία επιτάχυνση της διαδικασίας εξάρτησης. Ανάμεσα στο 1990 και το 2000, το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα πέρασε από τα 100 δισ. δολάρια στα 450 δισ. δολάρια. Έτσι, για να εξισορροπήσει τους εξωτερικούς λογαριασμούς της, η Αμερική είχε ανάγκη από μία ροή ξένων κεφαλαίων αντίστοιχου όγκου.
Συνεπώς, είναι ηλίου φαεινότερον ότι, ενώ αρχίζει ο 21ος αιώνας, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ζουν μόνον από τη δική τους παραγωγή. Τα ξένα κεφάλαια γίνονται πλέον δομικό χαρακτηριστικό της οικονομίας τους. Και η εξάρτηση αυτή κορυφώνεται με τον παράλογο πόλεμο στο Ιράκ.
Την ώρα, λοιπόν, που ο κόσμος βρίσκεται λίγο έως πολύ σε διαδικασία εκπαιδευτικής, δημογραφικής και δημοκρατικής σταθεροποίησης, ανακαλύπτει ότι μπορεί να κάνει χωρίς την Αμερική -και η Αμερική αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πια να κάνει χωρίς τον κόσμο.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, ο κόσμος αποτελεί, με αυξανόμενο ρυθμό, ζωτικό στοιχείο της οικονομίας, με κυρίαρχη την παρουσία της Κίνας. Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση αποσυνδέεται εν μέρει από την πραγματικότητα, διότι αποδεχόμαστε πολύ συχνά την ορθόδοξη παρουσίαση των συμμετρικών, ομοιογενών, εμπορικών και χρηματοπιστωτικών ανταλλαγών, στις οποίες καμία χώρα δεν κατέχει ιδιαίτερη θέση. Οι αφηρημένες έννοιες της εργασίας, του κέρδους, της ελεύθερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου συγκαλύπτουν ένα θεμελιώδες στοιχείο: τον ειδικό ρόλο της σημαντικότερης χώρας στη νέα οργάνωση του κόσμου.
Μολονότι η Αμερική αποποιήθηκε αρκετά πράγματα ως σχετική οικονομική δύναμη, πέτυχε να αυξήσει μαζικά τη δυνατότητά της να απομυζά από την παγκόσμια οικονομία: έγινε, αντικειμενικά, μία αρπακτική δύναμη. Θα πρέπει, άραγε, μία τέτοια κατάσταση να ερμηνευθεί ως ένδειξη δύναμης ή αδυναμίας; Είναι βέβαιον ότι η Αμερική θα πρέπει να αγωνιστεί, πολιτικά και στρατιωτικά, για να διατηρήσει μία ηγεμονία η οποία είναι απαραίτητη στο εξής για το βιοτικό της επίπεδο.
Αυτή η αντιστροφή της σχέσης οικονομικής εξάρτησης είναι ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος, συνδυαζόμενος με τον πρώτο, τον πολλαπλασιασμό των δημοκρατιών, επιτρέπει να εξηγήσουμε το αλλόκοτο της παγκόσμιας κατάστασης, την παράξενη συμπεριφορά των ΗΠΑ και τη σύγχυση που επικρατεί στον πλανήτη.
Πώς άραγε να διαχειριστεί κανείς μία υπερδύναμη οικονομικά εξαρτημένη, αλλά και πολιτικά άχρηστη; Ποια μπορεί να είναι σήμερα η οικονομική πορεία της υπερδύναμης αυτής, η οποία προκάλεσε παγκοσμίως την πιο κρίσιμη οικονομική κρίση, με κύριο θύμα της την Ευρώπη;
Ένα άλλο ερώτημα είναι αυτό του μέλλοντος της αμερικανικής δημοκρατίας υπό συνθήκες πιεστικού οικονομικού ανταγωνισμού και εσωτερικής αβεβαιότητας. Επίσης, ποια πορεία μπορεί να ακολουθήσει μία δημοκρατία στους κόλπους της οποίας κυριαρχούν, έστω και συγκρουόμενες, δύο ελίτ: αυτή των πλουτισάντων από τις χρηματοοικονομικές ροές και αυτή του εκπαιδευτικού συστήματος, που παράγει την περίφημη overclass;
Στις ΗΠΑ έχουν δημιουργηθεί κραυγαλέες ανισότητες, οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, πλήττουν την δημοκρατία. Ταυτοχρόνως, διαβρώνουν τον κοινωνικό ιστό, φαινόμενο το οποίο σε μεγάλο βαθμό τροφοδότησε και τη σημερινή οικονομική κρίση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορούμε να κάνουμε ακόμη λόγο για αυτοκρατορική Αμερική; Είναι δυνατόν μία οικονομικώς παρακμάζουσα σήμερα χώρα να μπορεί να ελέγχει αποτελεσματικά έναν κόσμο που έχει γίνει πολύ μεγάλος και συνεχώς μεγαλώνει;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, είναι αρνητική. Φθάνει πλέον η ώρα που η Αμερική θα πρέπει να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με άλλες στρατηγικές δυνάμεις, να διαπραγματευθεί και, ενδεχομένως, να υποχωρήσει.
ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 24/1/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου