Tου Χρήστου Γιανναρά
Ο εθνικισμός ήταν τυπικό γέννημα και καύχημα του Διαφωτισμού. Σήμερα, στην Ελλάδα της ημιμάθειας και της σύγχυσης, όσοι καμώνονται τον διαφωτιστή και τον προοδευτικό έχουν τη λέξη «εθνικιστής» για βρισιά, για ταπεινωτική προσβολή.
Οι Διαφωτιστές είχαν πιστέψει ότι μπορούσαν τη συνύπαρξη των ανθρώπων, τη συλλογικότητα, να τη βασίσουν όχι πια σε θρησκευτικά ιδεολογήματα, που στοίχισαν αίμα και φρίκη στην Ευρώπη, αλλά σε ορθολογικά εντοπισμένους παράγοντες συνοχής: κοινή καταγωγή, γλώσσα, Ιστορία, έθιμα. Δεν υποψιάστηκαν ποια συνοχή σχέσεων κοινωνίας ενδέχεται να εξασφαλίζει το σέβας του «ιερού», όταν δεν οριοθετείται ιδεολογικά το «ιερό» αλλά συνιστά κοινή «στάση» διαμορφωμένη από πείρα αιώνων: «Στάση» σεβασμού ή δέους για κάποιο «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών που λειτουργεί ως άξονας αναφοράς της ευθύνης - ελευθερίας του ανθρώπου και αιτιολογεί την ενεργητική του ετερότητα, επιτρέπει ελπίδα νίκης καταπάνω στο εφήμερο.
Πάντως, ο εθνικισμός του Διαφωτισμού αποδείχθηκε, όπως όλα τα ανθρώπινα, δίκοπος: αφορμή περισσότερων ελευθεριών για το άτομο και πρόξενος ακόμα περισσότερης φρίκης. Για μας τους Ελληνες ήταν και η χαριστική βολή για το ιστορικό μας τέλος: Μας οδήγησε στην ξιπασμένη παραίτηση από την αρχοντιά του κοσμοπολίτη, από τη συνείδηση προτεραιότητας του πολιτισμού, μας βύθισε στη μειονεξία και κακομοιριά του Βαλκάνιου επαρχιώτη, στην ανίατη καθυστέρηση. Οσες αντιστάσεις εμφανίστηκαν (Μακρυγιάννης, Ζαμπέλιος, Παπαδιαμάντης, Ιων Δραγούμης, η Γενιά του ’30) –εκδοχές για την ελληνικότητα ως ενεργό πρόταση «νοήματος», δηλαδή πολιτισμού δίχως εθνικά σύνορα– απέτυχαν ιστορικά, το αποδείχνει η θεσμική συγκρότηση και λειτουργία του ελλαδικού κράτους.
Σήμερα πια εγχωρίως έχει αντιστραφεί ακόμα και η σημασία των λέξεων: Διαφωτιστής στην Ελλάδα θεωρείται ο διεθνιστής και ο εθνικισμός της ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας λογαριάζεται οπισθοδρόμηση, αναχρονισμός. Αυτό μάλλον οφείλεται στην παγκόσμια αποκλειστικότητα που έχουν οι Ελλαδίτες να παντρεύουν τα αντιφατικά και ασυμβίβαστα: τον Διαφωτισμό με τον Μαρξισμό. Να βλέπουν τη συλλογικόητα μόνο σαν διαφοροποίηση τάξεων και πάλη των τάξεων, τον πολιτισμό σαν «εποικοδόμημα» στη «βάση» των παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων.
Ο,τι ξεφεύγει από το μανιχαϊστικό δίπολο εθνικισμού και ιστορικο-υλιστικού διεθνισμού, η εμμονή στην ελληνικότητα ως κοσμοπολίτικη πρόταση πολιτισμού (πρόταση τρόπου και νοήματος του βίου: κοινής ιεαράρχησης αναγκών) ταξινομείται αμέσως προκρούστεια στο απεχθέστερο είδος εθνικισμού: Σημαίνει σκοταδισμό, αναχρονισμό, οπισθοδρόμηση, αντίδραση στην πρόοδο, συγγένεια ιδεολογική με τον Εθνικοσοσιαλισμό και δι’ αυτού με τον Φασισμό. Οι δογματικοί παλαιοημερολογίτες του Περισσού, θαυμαστές του τείχους που χώριζε στο Βερολίνο τον «παράδεισο» του ολοκληρωτισμού από την «κόλαση» του φιλελευθερισμού, συγκαταλέγονται στις «προοδευτικές δυνάμεις», ενώ η Γενιά του ’30 (ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, λ.χ., για την «Αυγή») είναι αποφώλιος εθνικιστής με όλα τα σχετλιαστικά ομόσημα.
Γι’ αυτό και δεν παράγεται πια πολιτική στην Ελλάδα, μόνο αναμασήματα μεταπρατικής κενολογίας για διαιώνιση της τεταρτοκοσμικής καφρίλας. Δεν τολμάει πολιτικός λόγος να ζητήσει λ.χ. περισσότερα Αρχαία Ελληνικά στο σχολειό, Αρχαία Ελληνικά από το Δημοτικό, αφού η στέρεα δομή τους επιτρέπει να διδάσκεται η γλώσσα ως λογική συνεπιφέροντας και τη διδασκαλία των μαθηματικών ως γλώσσας – θα χλευαστεί αμέσως η πρόταση σαν «εθνικισμός». Δεν νοιάζονται τα μαρξιστοδιαφωτιστικά υβρίδια για καλλιέργεια της σκέψης και της κρίσης, μάχονται φαντάσματα. Ετσι, είτε η Ν.Δ. κυβερνάει είτε το ΠΑΣΟΚ, η παιδεία στην Ελλάδα είναι στεγανά απολιτική, πειθαρχημένη στον στόχο να ετοιμάζει πειθήνιους οπαδούς για τα κομματικά ποιμνιοστάσια, όχι υπεύθυνους πολίτες.
Απολιτικός είναι και ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα, δουλεύει αποκλειστικά για τις κομματικές μαφίες και το χρυσοπληρωμένο κηφηναρειό των εργατοπατέρων, πάντα στραγγαλίζοντας τη ζωή στην απολυτοποίηση της οικονομικής δοσοληψίας. Ο πολιτικός λόγος που θα θύμιζε πανάρχαιους εθισμούς των Ελλήνων στην προτεραιότητα της δημιουργίας και όχι του εκβιαστικού επισιτισμού, θα απαιτούσε τη συμμετοχική δημιουργικότητα ως όρο της μισθωτής εργασίας, ένας τέτοιος λόγος θα στιγματιζόταν «εθνικιστικός» για να εξοντωθεί καίρια.
Δεν τολμάει ο Μακεδόνας να υπερασπίσει την ελληνικότητα του ονόματος της Μακεδονίας, ο Θρακιώτης να υπερασπίσει τη γη του, ο Καστελοριζιός την ελληνικότητα του αρχιπελάγους. Θα απειληθούν και αυτοί με κατάταξη στους «εθνικιστές». Αδύνατο να συζητηθούν στη σημερινή Ελλάδα όροι αξιοπρέπειας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, όροι στρατηγικής σωφροσύνης στην οργάνωση της άμυνας, προϋποθέσεις αυτοπροστασίας του πολίτη από τη χυδαιότητα του χαμηλής στάθμης τουρισμού, απαιτήσεις προστασίας της γλώσσας από τη βάναυση αγραμματοσύνη, και χίλια ανάλογα, χωρίς να κυριαρχήσουν οι χαρακτηρισμοί ή οι υπόνοιες για «εθνικισμό», «σοβινισμό», «ακροδεξιά σύνδρομα». Στην Ελλάδα δεν παράγεται πια πολιτική, γιατί είναι τυραννικά κυρίαρχος ο μονόδρομος της αλογίας των κλισέ, η συμπλεγματική παράνοια των δογματισμών.
Ούτε και μπορεί άλλος να μας υποκαταστήσει τους Ελληνες στις ευθύνες μας – όπως μας έχουν θέσει υπό ταπεινωτική επιτροπεία στα οικονομικά οι Ευρωπαίοι, έτσι κάποιοι διεθνείς οργανισμοί να επιτροπεύουν τη διαχείριση της πολιτιστικής μας παράδοσης που είναι πανανθρώπινο θησαύρισμα, όχι μόνο δικό μας. Θα ήταν απαραίτητο, αλλά δεν γίνεται. Δεν μπορεί άλλος να μας υποκαταστήσει στη διάσωση ζωντανής συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, στην ανάγκη προτεραιότητας του κοινωνείν, προτεραιότητας της μεταφυσικής αναζήτησης, όχι του θρησκευτικού ατομοκεντρισμού. Κάποια διεθνής επιτροπεία θα μπορούσε να είχε αποσοβήσει τη νεοπλουτίστικη βλαχαδερή βλασφημία του Μουσείου που υψώσαμε απέναντι από τον ιερό βράχο της Αρκόπολης ή τις βάναυσες επεμβάσεις στο Κούριον της Κύπρου. Αλλά στην αλλοτρίωση των ουσιωδών θα παραμείνουμε αυτόχειρες.
Ούτε τον Διαφωτισμό αφομοιώσαμε ούτε την ελληνικότητα διασώσαμε. Θωρακισμένοι με τον φανατισμό της αλογίας αντιμαχόμαστε ψευδαισθήσεις.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6/12/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου