Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας*
Πριν από έναν περίπου χρόνο, η έγκυρη αμυντική επιθεώρηση Jane’s Defence Weekly είχε ένα αφιέρωμα στα συμβατικά υποβρύχια με τίτλο “Conventional Wisdom”, όπου ανέλυε τις τεράστιες δυνατότητες, επιχειρησιακές και γεωστρατηγικές, των σύγχρονων συμβατικών υποβρυχίων, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με συστήματα αναερόβιας πρόωσης (ΑΙΡ). Στη παγκόσμια λίστα, λοιπόν, των υποβρυχίων με σχετικές ικανότητες φιγουράριζε, πρώτο πρώτο, ένα με το όνομα «Παπανικολής». Ναι σωστά καταλάβατε, είναι «αυτό που γέρνει».
Αυτό το που αγοράσαμε «χωρίς να χρειαζόμαστε» μόνο και μόνο για να πάρουν κάποιοι μίζες. Τι και αν αυτό το υποβρύχιο είναι το καλύτερο στην κατηγορία του στον πλανήτη; Τι και αν έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή και πλήθος άλλων χωρών ανά τον κόσμο σπεύδουν να αποκτήσουν σκάφη που βασίζονται σε αυτό; Τι και αν το Αιγαίο είναι ίσως το ιδανικότερο πεδίο δράσης παρόμοιων υποβρυχίων;
Όλα αυτά σβήνουν μέσα στις μηδενιστικές ιαχές περί «άχρηστων» οπλικών συστημάτων, τα οποία «δεν ταιριάζουν στις ελληνικές ανάγκες». Και αν βέβαια κανείς θεωρεί ότι όλα, μα όλα, τα οπλικά συστήματα είναι φύσει άχρηστα και επικίνδυνα και ότι υπάρχουν άλλοι δρόμοι για τη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των λαών από ότι οι πολεμικές ικανότητες, ή ότι μόνο η ταξική πάλη έχει νόημα, τότε καλώς. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Όταν όμως θεωρείς ότι το διεθνές σύστημα, μέχρι και σήμερα, παραμένει κρατικοκεντρικό, ότι όλες οι χώρες χρειάζονται κάποιες στρατιωτικές ικανότητες έτσι ώστε να διαθέτουν ένα υπόβαθρο ασφάλειας, πάνω στο οποίο εδράζεται η αποτροπή του πολέμου και ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ασταθή περιοχή του πλανήτη όπου χρειάζονται περισσότερες πολεμικές ικανότητες σε σχέση με άλλες χώρες, τότε αυτοί οι ισοπεδωτικοί χαρακτηρισμοί γίνονται προβληματικοί.
Και αν παρόμοιες απόψεις περί «άχρηστων» συστημάτων υπήρχαν μόνο για τα υποβρύχια τότε θα μπορούσαμε να τις αγνοήσουμε. Όμως, τα ίδια και χειρότερα υποστηρίζονται και για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα οπλικά συστήματα του ελληνικού οπλοστασίου. Για παράδειγμα, τα άρματα μάχης Leopard 2HEL, τα οποία και αυτά έχουν μπει στο στόχαστρο όσον αφορά τις μίζες που καταγγέλεται ότι δόθησαν για την αγορά τους, θεωρούνται από τα πληρέστερα στον πλανήτη, ενώ επιλέχθησαν από τον Ελληνικό Στρατό με βάση έναν από τους σκληρότερους και πληρέστερους διαγωνισμούς που έχουν διεξαχθεί ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν τα Leo 2HEL είναι άχρηστα τότε όλα τα άρματα μάχης στον κόσμο είναι άχρηστα. Και αυτό βέβαια είναι κάποιοι που το υποστηρίζουν.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής μαζί τους φαίνεται πως διαφωνεί ο Αμερικανικός Στρατός, ο Κινεζικός, ο Ρωσικός, ο Ισραηλινός και διάφοροι άλλοι. Και εν πάση περιπτώσει ίσως τα άρματα μάχης να είναι ξεπερασμένα. Το ίδιο ισχύει άραγε και για τα όπλα πυροβολικού; Το γερμανικής κατασκευής αυτοκινούμενο πυροβόλο Pzh 2000, το οποίο έχει προμηθευτεί ο Ελληνικός Στρατός και το οποίο έχει επίσης αναφερθεί τις τελευταίες μέρες, είναι πολύ απλά το ικανότερο στον πλανήτη. Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια σε άρθρο στην αμυντική επιθεώρηση Defense News όπου ένας Αμερικανός στρατηγός εξέφραζε τη ζήλια του για το ότι οι Έλληνες είχαν στην κατοχή τους ένα τέτοιο πυροβόλο, τις δυνατότητές του οποίου ο Αμερικανικός Στρατός ούτε καν μπορούσε να προσεγγίσει με το M109A6 Paladin που διαθέτει.
Και εν πάση περιπτώσει, ας πούμε ότι όλα αυτά είναι συμβατικά οπλικά συστήματα. ΝΑΤΟϊκά. Άρα, ας θεωρήσουμε ότι εξ αντικειμένου δεν μας κάνουν. Και ο ρωσικός αντιαρματικός πύραυλος Kornet, που βρίσκεται και αυτός «κατηγορούμενος» για μίζες; Και αυτός είναι άχρηστος; Ένα οπλικό σύστημα χαμηλού κόστους, μοναδικό στην κατηγορία του στον κόσμο, ικανό να προσβάλει από τουρκικά αποβατικά στα νησιά και πολεμικά πλοία, μέχρι άρματα μάχης στον Έβρο. Ένα όπλο, που στα χέρια της Χεζμπολάχ το 2006 τη βοήθησε να νικήσει τον πανίσχυρο Ισραηλινό Στρατό και να διαμορφώσει μια νέα αντίληψη περί πολέμου, που αναφέρεται έκτοτε ως «Υβριδικός Πόλεμος» (Hybrid Warfare).
Ένα οπλικό σύστημα που προσφέρει σε αδύναμους και με μικρό αμυντικό προϋπολογισμό στρατούς, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα στρατεύματα, εφοδιασμένα με πολύ ακριβότερα οπλικά συστήματα, που προωθεί την ανορθόδοξη σκέψη και πρακτική. Και αυτό λοιπόν «δεν ταιριάζει στις ανάγκες μας»; Τότε τι ακριβώς ταιριάζει; Φυσικά, όσον αφορά πολλά συστήματα θα μπορούσε ίσως να είχαν αγοραστεί άλλα, με καλύτερη σχέση κόστους προς απόδοση. Όμως, ποιος ακριβώς θα κρίνει εν τέλει ποια ήταν η καλύτερη επιλογή; Ή μήπως κανείς πιστεύει ότι τα εναλλακτικά συστήματα δεν θα είχαν μίζες ή δεν θα παρουσίαζαν προβλήματα;
Για παράδειγμα, όσον αφορά τα υποβρύχια η βασική εναλλακτική επιλογή για τα γερμανικά 214 ήταν τα γαλλοϊσπανικά Scorpene. Τα υποβρύχια αυτά τα παρήγγειλε η Ινδία και στη συνέχεια αντιμετώπισε πολλά προβλήματα όσον αφορά την κατασκευή τους και μεγάλες καθυστερήσεις στην είσοδό τους σε υπηρεσία. Και ας μην μπει κάποιος στον πειρασμό να υποστηρίξει πως ότι επιλέχθηκε θα μπορούσε να έχει αποκτηθεί με κλάσμα των χρημάτων που δώσαμε. Όντως, για τα ίδια συστήματα θα μπορούσαν σε πολλές περιπτώσεις να επιτευχθούν χαμηλότερες τιμές. Όχι όμως δραματικά χαμηλότερες. Λίγο πολύ ήταν οι τιμές που έχουν «παίξει» και σε άλλα προγράμματα σε άλλες ευρωπαϊκές και μη χώρες.
Και για να τελειώνουμε. Άλλο πράγμα, η διαφθορά, οι μίζες, οι αδιαφανείς διαδικασίες, οι απευθείας αναθέσεις, οι υπερκοστολογήσεις και όλα τα συναφή, που πραγματικά υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στις προμήθειες του δημοσίου και άλλο οι ισχυρισμοί πως ότι έχουμε αποκτήσει είναι «άχρηστο», «δεν ταιριάζει στις ανάγκες μας» και η αδιάκοπη επανάληψη του υπνωτικού μάντρα ότι «οι εξοπλισμοί είναι αυτοί που κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία».
Καταγγελία σκανδάλων ή προετοιμασία για το επόμενο σκάνδαλο;
Και για να γίνουμε και λίγο συνωμοσιολόγοι, παρόμοιες ισοπεδωτικές καταγγελίες πιθανώς δεν είναι και τόσο αθώες όσο εμφανίζονται. Παίζουν, εν δυνάμει, κάποιους ρόλους, ορισμένοι εκ των οποίων μπορεί να είναι οι ακόλουθοι:
Καλύπτουν ευρύτερα σκάνδαλα στον ίδιο τον χώρο των εξοπλισμών. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα υποβρύχια 214 το πραγματικό σκάνδαλο είναι ότι ενώ έχουμε παραγγείλει (και πληρώσει) τέσσερα έχουμε παραλάβει μόλις το ένα, ενώ τα υπόλοιπα τρία (μαζί με ένα εκσυγχρονισμένο 209, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Ναυτικού!) σαπίζουν στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Όταν όμως έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι αυτά είναι «άχρηστα» υποβρύχια «που γέρνουν», για ποιον λόγο να ζοριστεί κάποιος να σπάσει αυγά για να τα εντάξει στο ελληνικό οπλοστάσιο; Αφού «δεν μας κάνουν» και αγοράστηκαν μόνο και μόνο για να πάρουν κάποιοι μίζες. Άρα, δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι στην ελληνική άμυνα και αποτροπή. Έτσι δεν είναι;
Προετοιμάζουν νέες αδιαφανείς αγορές οπλικών συστημάτων στο μέλλον. Οι μηδενιστικές αυτές ιαχές για «άχρηστα» όπλα υποβιβάζουν το επίπεδο της συζήτησης για την Άμυνα και τους εξοπλισμούς σε άσπρο και μαύρο. Να υπάρχουν εξοπλισμοί ή να μην υπάρχουν. Και καλά σήμερα αποφασίζουμε «να μην υπάρχουν». Αν όμως στο μέλλον προκύψει κάποια αναταραχή με την Τουρκία, όπως έγινε το 1996 με τα Ίμια, τότε το κλίμα ενδέχεται να αντιστραφεί απότομα. Γυρνάμε τον δείκτη στο «να υπάρχουν» και χυμάμε να αγοράσουμε ότι να’ ναι, όπως να’ ναι και με όσα λεφτά να’ ναι.
Δημιουργούν έναν ωραιότατο αποδιοπομπαίο τράγο, ένα σκοτεινό τομέα των δαπανών του δημοσίου, ο οποίος, στο πλαίσιο μιας άτυπης διαλεκτικής σχέσης, καθιστά όλους τους άλλους φωτεινούς. Έτσι λοιπόν, αφού η Άμυνα και οι εξοπλισμοί είναι το πρόβλημα, όλοι οι άλλοι τομείς του δημοσίου τομέα, όπως για παράδειγμα τα δημόσια έργα, ο πολιτισμός, η παιδεία, η υγεία κλπ αθωώνονται. Εκεί δεν υπάρχουν ούτε σπατάλες, ούτε διαφθορά, ούτε μίζες ούτε τίποτε και όλες οι δαπάνες γίνονται για χρήσιμα πράγματα που ταιριάζουν στις ανάγκες της Ελλάδας.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δημιουργείται ένα κλίμα παράδοσης και ηττοπάθειας που μπορεί να έχει δραματικές γεωπολιτικές επιπτώσεις στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η αντίληψη ότι όλα μας τα όπλα είναι «άχρηστα» και αγοράστηκαν μόνο και μόνο για να πέσουν μίζες, εμμέσως πλην αποφασιστικώς επιβάλει την αίσθηση ότι η Ελλάδα δεν έχει αμυντικές ικανότητες. Άρα βρίσκεται στο έλεος της Τουρκίας. Εάν λοιπόν στο μέλλον, το κοντινό μέλλον, η Ελλάδα χρειαστεί να έλθει σε κάποιας μορφή γεωπολιτική ρήξη με τη Δύση για να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικονομικής της «διάσωσης», έτσι ώστε να εξασφαλίσει την ίδια της την επιβίωση, τότε πολλοί (από όλους τους πολιτικούς χώρους) θα προτάξουν το «αναντίρρητο» επιχείρημα ότι η «Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα» γιατί οι Δυτικοί «δεν θα την αφήσουν» και καλό θα είναι να δει τα πράγματα «ρεαλιστικά» και να αφεθεί στον αργό της θάνατο για να μην «πάθει χειρότερα». Ένα από τα «χειρότερα», λοιπόν, είναι και το φόβητρο της Τουρκίας η οποία, σαν το μαντρόσκυλο της Δύσης, θα σπεύσει να επιβάλει τη θέληση των ιμπεριαλιστών. Και τότε με τι καρδιά θα ορθώσουμε το ανάστημά μας όταν θα έχουμε πειστεί ότι είμαστε στρατιωτικά ανύπαρκτοι;
Και αν κάποιοι διαφωνούν ολοκληρωτικά και απόλυτα με όλα τα παραπάνω έχει καλώς. Μπορεί να έχουν την άποψη ότι όλοι, μα όλοι, οι εξοπλισμοί είναι άχρηστοι και επιζήμιοι. Όμως, ακόμη και αυτοί, αν πιστεύουν ότι οι εξοπλισμοί ήταν αυτοί που κατέστρεψαν την Ελλάδα, θα πρέπει μάλλον να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Από τη στιγμή που ξεκίνησε η ελληνική εξοπλιστική προσπάθεια το 1996 μέχρι το 2004 που έγινε η τελευταία αγορά όπλων, αυτή των 30 μαχητικών αεροσκαφών F – 16Block 52+ Advanced, δαπανήθηκαν για εξοπλισμούς περίπου 25 με 30 δις ευρώ. Αυτά είναι. Σίγουρα ένα μεγάλο ποσόν αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τον σημαντικότερο, πολλώ δε μάλλον τον κυρίαρχο παράγοντα, που οδήγησε την ελληνική οικονομία εκεί που είναι σήμερα.
Και τέλος, καλό θα ήταν να επισημάνουμε αυτό που αναφέραμε πιο πάνω. Ότι η τελευταία αγορά οπλικών συστημάτων έγινε το 2004. Δηλαδή πριν δέκα χρόνια. Έκτοτε δεν έχει αγοραστεί τίποτε. Αν λοιπόν το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν οι εξοπλισμοί, γιατί μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια δεν καταφέραμε να διαχειριστούμε αυτό το θέμα και τώρα να έχουμε μια οικονομία που να βρίσκεται σε φάση ανόδου;
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πριν από έναν περίπου χρόνο, η έγκυρη αμυντική επιθεώρηση Jane’s Defence Weekly είχε ένα αφιέρωμα στα συμβατικά υποβρύχια με τίτλο “Conventional Wisdom”, όπου ανέλυε τις τεράστιες δυνατότητες, επιχειρησιακές και γεωστρατηγικές, των σύγχρονων συμβατικών υποβρυχίων, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με συστήματα αναερόβιας πρόωσης (ΑΙΡ). Στη παγκόσμια λίστα, λοιπόν, των υποβρυχίων με σχετικές ικανότητες φιγουράριζε, πρώτο πρώτο, ένα με το όνομα «Παπανικολής». Ναι σωστά καταλάβατε, είναι «αυτό που γέρνει».
Αυτό το που αγοράσαμε «χωρίς να χρειαζόμαστε» μόνο και μόνο για να πάρουν κάποιοι μίζες. Τι και αν αυτό το υποβρύχιο είναι το καλύτερο στην κατηγορία του στον πλανήτη; Τι και αν έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή και πλήθος άλλων χωρών ανά τον κόσμο σπεύδουν να αποκτήσουν σκάφη που βασίζονται σε αυτό; Τι και αν το Αιγαίο είναι ίσως το ιδανικότερο πεδίο δράσης παρόμοιων υποβρυχίων;
Όλα αυτά σβήνουν μέσα στις μηδενιστικές ιαχές περί «άχρηστων» οπλικών συστημάτων, τα οποία «δεν ταιριάζουν στις ελληνικές ανάγκες». Και αν βέβαια κανείς θεωρεί ότι όλα, μα όλα, τα οπλικά συστήματα είναι φύσει άχρηστα και επικίνδυνα και ότι υπάρχουν άλλοι δρόμοι για τη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των λαών από ότι οι πολεμικές ικανότητες, ή ότι μόνο η ταξική πάλη έχει νόημα, τότε καλώς. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Όταν όμως θεωρείς ότι το διεθνές σύστημα, μέχρι και σήμερα, παραμένει κρατικοκεντρικό, ότι όλες οι χώρες χρειάζονται κάποιες στρατιωτικές ικανότητες έτσι ώστε να διαθέτουν ένα υπόβαθρο ασφάλειας, πάνω στο οποίο εδράζεται η αποτροπή του πολέμου και ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ασταθή περιοχή του πλανήτη όπου χρειάζονται περισσότερες πολεμικές ικανότητες σε σχέση με άλλες χώρες, τότε αυτοί οι ισοπεδωτικοί χαρακτηρισμοί γίνονται προβληματικοί.
Και αν παρόμοιες απόψεις περί «άχρηστων» συστημάτων υπήρχαν μόνο για τα υποβρύχια τότε θα μπορούσαμε να τις αγνοήσουμε. Όμως, τα ίδια και χειρότερα υποστηρίζονται και για όλα σχεδόν τα υπόλοιπα οπλικά συστήματα του ελληνικού οπλοστασίου. Για παράδειγμα, τα άρματα μάχης Leopard 2HEL, τα οποία και αυτά έχουν μπει στο στόχαστρο όσον αφορά τις μίζες που καταγγέλεται ότι δόθησαν για την αγορά τους, θεωρούνται από τα πληρέστερα στον πλανήτη, ενώ επιλέχθησαν από τον Ελληνικό Στρατό με βάση έναν από τους σκληρότερους και πληρέστερους διαγωνισμούς που έχουν διεξαχθεί ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν τα Leo 2HEL είναι άχρηστα τότε όλα τα άρματα μάχης στον κόσμο είναι άχρηστα. Και αυτό βέβαια είναι κάποιοι που το υποστηρίζουν.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής μαζί τους φαίνεται πως διαφωνεί ο Αμερικανικός Στρατός, ο Κινεζικός, ο Ρωσικός, ο Ισραηλινός και διάφοροι άλλοι. Και εν πάση περιπτώσει ίσως τα άρματα μάχης να είναι ξεπερασμένα. Το ίδιο ισχύει άραγε και για τα όπλα πυροβολικού; Το γερμανικής κατασκευής αυτοκινούμενο πυροβόλο Pzh 2000, το οποίο έχει προμηθευτεί ο Ελληνικός Στρατός και το οποίο έχει επίσης αναφερθεί τις τελευταίες μέρες, είναι πολύ απλά το ικανότερο στον πλανήτη. Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια σε άρθρο στην αμυντική επιθεώρηση Defense News όπου ένας Αμερικανός στρατηγός εξέφραζε τη ζήλια του για το ότι οι Έλληνες είχαν στην κατοχή τους ένα τέτοιο πυροβόλο, τις δυνατότητές του οποίου ο Αμερικανικός Στρατός ούτε καν μπορούσε να προσεγγίσει με το M109A6 Paladin που διαθέτει.
Και εν πάση περιπτώσει, ας πούμε ότι όλα αυτά είναι συμβατικά οπλικά συστήματα. ΝΑΤΟϊκά. Άρα, ας θεωρήσουμε ότι εξ αντικειμένου δεν μας κάνουν. Και ο ρωσικός αντιαρματικός πύραυλος Kornet, που βρίσκεται και αυτός «κατηγορούμενος» για μίζες; Και αυτός είναι άχρηστος; Ένα οπλικό σύστημα χαμηλού κόστους, μοναδικό στην κατηγορία του στον κόσμο, ικανό να προσβάλει από τουρκικά αποβατικά στα νησιά και πολεμικά πλοία, μέχρι άρματα μάχης στον Έβρο. Ένα όπλο, που στα χέρια της Χεζμπολάχ το 2006 τη βοήθησε να νικήσει τον πανίσχυρο Ισραηλινό Στρατό και να διαμορφώσει μια νέα αντίληψη περί πολέμου, που αναφέρεται έκτοτε ως «Υβριδικός Πόλεμος» (Hybrid Warfare).
Ένα οπλικό σύστημα που προσφέρει σε αδύναμους και με μικρό αμυντικό προϋπολογισμό στρατούς, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα στρατεύματα, εφοδιασμένα με πολύ ακριβότερα οπλικά συστήματα, που προωθεί την ανορθόδοξη σκέψη και πρακτική. Και αυτό λοιπόν «δεν ταιριάζει στις ανάγκες μας»; Τότε τι ακριβώς ταιριάζει; Φυσικά, όσον αφορά πολλά συστήματα θα μπορούσε ίσως να είχαν αγοραστεί άλλα, με καλύτερη σχέση κόστους προς απόδοση. Όμως, ποιος ακριβώς θα κρίνει εν τέλει ποια ήταν η καλύτερη επιλογή; Ή μήπως κανείς πιστεύει ότι τα εναλλακτικά συστήματα δεν θα είχαν μίζες ή δεν θα παρουσίαζαν προβλήματα;
Για παράδειγμα, όσον αφορά τα υποβρύχια η βασική εναλλακτική επιλογή για τα γερμανικά 214 ήταν τα γαλλοϊσπανικά Scorpene. Τα υποβρύχια αυτά τα παρήγγειλε η Ινδία και στη συνέχεια αντιμετώπισε πολλά προβλήματα όσον αφορά την κατασκευή τους και μεγάλες καθυστερήσεις στην είσοδό τους σε υπηρεσία. Και ας μην μπει κάποιος στον πειρασμό να υποστηρίξει πως ότι επιλέχθηκε θα μπορούσε να έχει αποκτηθεί με κλάσμα των χρημάτων που δώσαμε. Όντως, για τα ίδια συστήματα θα μπορούσαν σε πολλές περιπτώσεις να επιτευχθούν χαμηλότερες τιμές. Όχι όμως δραματικά χαμηλότερες. Λίγο πολύ ήταν οι τιμές που έχουν «παίξει» και σε άλλα προγράμματα σε άλλες ευρωπαϊκές και μη χώρες.
Και για να τελειώνουμε. Άλλο πράγμα, η διαφθορά, οι μίζες, οι αδιαφανείς διαδικασίες, οι απευθείας αναθέσεις, οι υπερκοστολογήσεις και όλα τα συναφή, που πραγματικά υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στις προμήθειες του δημοσίου και άλλο οι ισχυρισμοί πως ότι έχουμε αποκτήσει είναι «άχρηστο», «δεν ταιριάζει στις ανάγκες μας» και η αδιάκοπη επανάληψη του υπνωτικού μάντρα ότι «οι εξοπλισμοί είναι αυτοί που κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία».
Καταγγελία σκανδάλων ή προετοιμασία για το επόμενο σκάνδαλο;
Και για να γίνουμε και λίγο συνωμοσιολόγοι, παρόμοιες ισοπεδωτικές καταγγελίες πιθανώς δεν είναι και τόσο αθώες όσο εμφανίζονται. Παίζουν, εν δυνάμει, κάποιους ρόλους, ορισμένοι εκ των οποίων μπορεί να είναι οι ακόλουθοι:
Καλύπτουν ευρύτερα σκάνδαλα στον ίδιο τον χώρο των εξοπλισμών. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα υποβρύχια 214 το πραγματικό σκάνδαλο είναι ότι ενώ έχουμε παραγγείλει (και πληρώσει) τέσσερα έχουμε παραλάβει μόλις το ένα, ενώ τα υπόλοιπα τρία (μαζί με ένα εκσυγχρονισμένο 209, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Ναυτικού!) σαπίζουν στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά. Όταν όμως έχει κυριαρχήσει η αντίληψη ότι αυτά είναι «άχρηστα» υποβρύχια «που γέρνουν», για ποιον λόγο να ζοριστεί κάποιος να σπάσει αυγά για να τα εντάξει στο ελληνικό οπλοστάσιο; Αφού «δεν μας κάνουν» και αγοράστηκαν μόνο και μόνο για να πάρουν κάποιοι μίζες. Άρα, δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι στην ελληνική άμυνα και αποτροπή. Έτσι δεν είναι;
Προετοιμάζουν νέες αδιαφανείς αγορές οπλικών συστημάτων στο μέλλον. Οι μηδενιστικές αυτές ιαχές για «άχρηστα» όπλα υποβιβάζουν το επίπεδο της συζήτησης για την Άμυνα και τους εξοπλισμούς σε άσπρο και μαύρο. Να υπάρχουν εξοπλισμοί ή να μην υπάρχουν. Και καλά σήμερα αποφασίζουμε «να μην υπάρχουν». Αν όμως στο μέλλον προκύψει κάποια αναταραχή με την Τουρκία, όπως έγινε το 1996 με τα Ίμια, τότε το κλίμα ενδέχεται να αντιστραφεί απότομα. Γυρνάμε τον δείκτη στο «να υπάρχουν» και χυμάμε να αγοράσουμε ότι να’ ναι, όπως να’ ναι και με όσα λεφτά να’ ναι.
Δημιουργούν έναν ωραιότατο αποδιοπομπαίο τράγο, ένα σκοτεινό τομέα των δαπανών του δημοσίου, ο οποίος, στο πλαίσιο μιας άτυπης διαλεκτικής σχέσης, καθιστά όλους τους άλλους φωτεινούς. Έτσι λοιπόν, αφού η Άμυνα και οι εξοπλισμοί είναι το πρόβλημα, όλοι οι άλλοι τομείς του δημοσίου τομέα, όπως για παράδειγμα τα δημόσια έργα, ο πολιτισμός, η παιδεία, η υγεία κλπ αθωώνονται. Εκεί δεν υπάρχουν ούτε σπατάλες, ούτε διαφθορά, ούτε μίζες ούτε τίποτε και όλες οι δαπάνες γίνονται για χρήσιμα πράγματα που ταιριάζουν στις ανάγκες της Ελλάδας.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δημιουργείται ένα κλίμα παράδοσης και ηττοπάθειας που μπορεί να έχει δραματικές γεωπολιτικές επιπτώσεις στο μέλλον. Συγκεκριμένα, η αντίληψη ότι όλα μας τα όπλα είναι «άχρηστα» και αγοράστηκαν μόνο και μόνο για να πέσουν μίζες, εμμέσως πλην αποφασιστικώς επιβάλει την αίσθηση ότι η Ελλάδα δεν έχει αμυντικές ικανότητες. Άρα βρίσκεται στο έλεος της Τουρκίας. Εάν λοιπόν στο μέλλον, το κοντινό μέλλον, η Ελλάδα χρειαστεί να έλθει σε κάποιας μορφή γεωπολιτική ρήξη με τη Δύση για να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικονομικής της «διάσωσης», έτσι ώστε να εξασφαλίσει την ίδια της την επιβίωση, τότε πολλοί (από όλους τους πολιτικούς χώρους) θα προτάξουν το «αναντίρρητο» επιχείρημα ότι η «Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα» γιατί οι Δυτικοί «δεν θα την αφήσουν» και καλό θα είναι να δει τα πράγματα «ρεαλιστικά» και να αφεθεί στον αργό της θάνατο για να μην «πάθει χειρότερα». Ένα από τα «χειρότερα», λοιπόν, είναι και το φόβητρο της Τουρκίας η οποία, σαν το μαντρόσκυλο της Δύσης, θα σπεύσει να επιβάλει τη θέληση των ιμπεριαλιστών. Και τότε με τι καρδιά θα ορθώσουμε το ανάστημά μας όταν θα έχουμε πειστεί ότι είμαστε στρατιωτικά ανύπαρκτοι;
Και αν κάποιοι διαφωνούν ολοκληρωτικά και απόλυτα με όλα τα παραπάνω έχει καλώς. Μπορεί να έχουν την άποψη ότι όλοι, μα όλοι, οι εξοπλισμοί είναι άχρηστοι και επιζήμιοι. Όμως, ακόμη και αυτοί, αν πιστεύουν ότι οι εξοπλισμοί ήταν αυτοί που κατέστρεψαν την Ελλάδα, θα πρέπει μάλλον να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους. Από τη στιγμή που ξεκίνησε η ελληνική εξοπλιστική προσπάθεια το 1996 μέχρι το 2004 που έγινε η τελευταία αγορά όπλων, αυτή των 30 μαχητικών αεροσκαφών F – 16Block 52+ Advanced, δαπανήθηκαν για εξοπλισμούς περίπου 25 με 30 δις ευρώ. Αυτά είναι. Σίγουρα ένα μεγάλο ποσόν αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τον σημαντικότερο, πολλώ δε μάλλον τον κυρίαρχο παράγοντα, που οδήγησε την ελληνική οικονομία εκεί που είναι σήμερα.
Και τέλος, καλό θα ήταν να επισημάνουμε αυτό που αναφέραμε πιο πάνω. Ότι η τελευταία αγορά οπλικών συστημάτων έγινε το 2004. Δηλαδή πριν δέκα χρόνια. Έκτοτε δεν έχει αγοραστεί τίποτε. Αν λοιπόν το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν οι εξοπλισμοί, γιατί μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια δεν καταφέραμε να διαχειριστούμε αυτό το θέμα και τώρα να έχουμε μια οικονομία που να βρίσκεται σε φάση ανόδου;
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου