Εγκαινιάζοντας
την νέα θεματική ενότητα της Δημοθοίνιάς μας θα ήθελα να ευχαριστήσω
τον κ. Παντελή Γιαννουλάκη για την όμορφη συνέντευξη που μου παραχώρησε.
Απολαύστε τον...
Είστε
ένας από τους πλέον έγκριτους και πολυγραφότατους ερευνητές που
κινείται στον πολυδαίδαλο χώρο του Παράξενου και του Απαγορευμένου.
Πότε νιώσατε το «κάλεσμα» και τί ήταν αυτό που σάς οδήγησε στη συγκεκριμένη ατραπό;…
Με
ενθαρρύνει πολύ που σκέφτεστε αυτά τα πράγματα για μένα, αλλά –ενώ
μάλλον είναι αλήθεια το ότι είμαι «πολυγραφότατος», απλά επειδή μου
αρέσει πολύ να συγγράφω– δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια το ότι είμαι
«έγκριτος», και ούτε θέλω να είμαι. Δεν μου αρέσει να με…«εγκρίνουν», να
μου δίδεται «έγκριση»…
Προτιμώ να σκέφτομαι ότι υπάρχουν έστω
κάποιοι άνθρωποι που αγαπούν αυτά που γράφω, όσο αγαπώ κι εγώ τα θέματα
που με ενθουσιάζουν τόσο ώστε να γράφω. Ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι
που μου δίνουν ίσως κάποια σημασία επειδή έχουμε κοινά ενδιαφέροντα ή
ιδίου τύπου εμπνεύσεις ή ιδέες, και, γιατί όχι, επειδή εξαιτίας αυτού
του γεγονότος είμαστε –κατά κάποιον παράξενο τρόπο– φίλοι. («Στη μέση
ενός αόρατου κύκλου φίλων» όπως έλεγε ο Μπόρχες…) Είναι παρήγορο να
γνωρίζεις ότι, εδώ σε αυτόν τον τόσο παράξενο και συχνά τόσο
απογοητευτικό κόσμο της καθημερινότητας, υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν
τα ίδια σπάνια πράγματα μ’ εσένα, αγαπούν τα ίδια πράγματα, ψάχνουν τα
ίδια πράγματα…
Γνωρίζω ότι δεν είμαι μόνος μου, και η σκέψη αυτή,
επειδή πολλοί ευγενικοί άνθρωποι μού την έχουν καταδείξει, με έχει
βοηθήσει πολύ στην περιπέτεια της ζωής μου, ναι, μού έχει δώσει θάρρος,
ελπίδα, παρηγορία…
Είμαι πάρα πολύ ευγνώμων γι’ αυτό, και γνωρίζω
ότι είναι σπάνιο να είσαι αποδέκτης μιας τέτοιας ιδιαίτερης ενθάρρυνσης
στη ζωή.
Κατ’ αρχήν, επειδή το αναφέρατε, θέλω να σας πω ότι
δεν είμαι –ούτε νιώθω– «ερευνητής» (αν και θα μου άρεσε να είμαι
εξερευνητής). Είμαι απλά ένας συγγραφέας.
(Κατά καιρούς, κάνω και τον εκδότη, κατ’ ανάγκην ή και από επαγγελματικό ρομαντισμό…)
Βέβαια,
ανάμεσα στις παράξενες συγγραφικές και λογοτεχνικές μου επιδιώξεις, έχω
κάνει αρκετές έρευνες και μελέτες και εξερευνήσεις, αλλά πάντα πάνω σε
ζητήματα και θέματα που προσωπικά –έτσι κι αλλιώς, δηλαδή– με
ενδιαφέρουν πάρα πολύ, τόσο ώστε να τα διερευνήσω όσο μπορώ, συνήθως για
λογαριασμό μου, και πολλές φορές να μεταδώσω κάποιες ανταποκρίσεις από
τέτοιες ενασχολήσεις μου, σε όποιον ενδιαφέρεται αληθινά –αλλά όχι με
την ιδιότητα του «ερευνητή».
Μου φαίνεται αστείο (αν όχι αφελές ή
ευτράπελο) να δηλώνει κανείς «ερευνητής» ή να τον θεωρούν οι άλλοι ως
τέτοιον. Δεν καταλαβαίνω και την ακριβή σημασία της λέξης, ή της
ιδιότητας, άλλωστε... Όπως κι αν έχει, σε όλη μου τη ζωή, στην Ελλάδα,
(και στην όχι μικρή εποπτεία μου), δεν γνωρίζω πάνω από πέντε ανθρώπους
που θα μπορούσε κανείς να τους χαρακτηρίσει ως ερευνητές…
Εγώ
είμαι απλά ένας συγγραφέας. Ποτέ δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα τίποτε άλλο
από τη συγγραφική. Ελπίζω να μπορέσω κάποτε να πω στον εαυτό μου ότι
ήμουν καλός συγγραφέας. Ars Longa, Vita Brevis («Η τέχνη μακρά, ο βίος
βραχύς»), δυστυχώς…
«Ο πολυδαίδαλος χώρος του Παράξενου και του
Απαγορευμένου», όπως το θέσατε, είναι πολυδαίδαλος και λαβυρινθώδης μόνο
γι’ αυτούς που τον περιηγούνται χωρίς πυξίδα, δηλαδή που δεν ξέρουν πού
πηγαίνουν, δηλαδή που δεν ξέρουν πού θέλουν να πάνε.
Αυτοί που
ενδιαφέρονται αληθινά και ασχολούνται αληθινά με τέτοια πράγματα, ξέρουν
τι θέλουν, τι αναζητούν και πού βαδίζουν και γιατί. Και μαθαίνουν
συνεχώς περισσότερα για όλα αυτά…
Φυσικά, πρόκειται για μια
εκκεντρική ενασχόληση. Εγώ είμαι εκκεντρικός, και αρέσκομαι στο να το
παραδέχομαι. (Ίσως διότι δεν γνώρισα κανέναν ενδιαφέροντα και
αξιομνημόνευτο άνθρωπο που να μην είναι εκκεντρικός, με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο, κι έτσι, αυτή μου η παραδοχή, ίσως να πρόκειται για
αυταρέσκεια και όχι για αυτοσαρκασμό…)
Παράξενο μπορεί να είναι
το οτιδήποτε, (ανάλογα με τις οικειότητες που έχει –ή δεν έχει– ο
καθένας), πάντως σίγουρα είναι το τελείως ασυνήθιστο ή και ακόμη και το
απαράδεκτο. Και Απαγορευμένο είναι αυτό που δεν είναι συμβατικό, (που
δεν συμβαδίζει με τους πολλούς, που δεν είναι «έγκριτο», αν προτιμάτε,
που δεν έχει έγκριση), και για το οποίο η πρόσβαση είναι μετ’ εμποδίων, η
προσέγγιση αμφιλεγόμενη, οι καρποί του «παράνομοι» για τα αποδεκτά
κοινωνικά δεδομένα.
Το να λέτε δημοσίως ότι «κινούμαι στους χώρους του Παράξενου και του Απαγορευμένου», είναι σαν να με κατηγορείτε για κάτι!
Για
οτιδήποτε σκεφτείτε να με κατηγορήσετε, φυσικά ευθύνονται οι δάσκαλοί
μου, (διότι «με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις»,
κατά τη λαϊκή ρήση…)
Ο πατέρας της εναλλακτικής σκέψης, ο παππούλης μας, ο Τσαρλς Φορτ, έχει γράψει, (με χιούμορ ή με θλίψη;) :
«…Έχω την εντύπωση πως επιδόθηκα σε ένα καινούργιο βίτσιο που μοιάζει με το να είσαι ερασιτέχνης σε ακατονόμαστα αμαρτήματα...
»Στην
αρχή, κάποια αποτελέσματα ήταν τόσο τρομερά ή τόσο γελοία, που τα
μισούσαν ή τα περιφρονούσαν με τον χειρότερο τρόπο μόλις τα διάβαζαν.
Τώρα τα πράγματα έχουν διορθωθεί κάπως… Υπάρχει, νομίζω, θέση για λίγο
οίκτο…»
Μου φαίνεται, λοιπόν, πως, αν δεν με κατηγορείτε στ’ αλήθεια
με αυτήν σας την πεποίθηση για μένα, ότι μού επιδεικνύετε τελικά κάποιον
οίκτο, επειδή ίσως κάποια πράγματα έχουν αλλάξει σε αυτά τα ζητήματα,
(και μακάρι να συνέβαλλα κι εγώ στο να αλλάξουν, στην αντίληψη αρκετών
ανθρώπων), κάτι που θα χαροποιούσε πάρα πολύ τον δάσκαλό μας τον Τσαρλς
Φορτ, με τον οποίο αληθινά μπορεί να ταυτιστεί κανείς, σε αυτούς τους
«δαιδαλώδεις χώρους». Από πολύ μικρός ήταν ένας ονειροπόλος και
χαρισματικός άνθρωπος, που προτιμούσε να κλείνεται στον εαυτό του και
στον προσωπικό του κόσμο, παρά να εκπαιδεύεται ενεργά στον ρόλο που τον
προετοίμαζε η κοινωνία να παίξει (όπως ο ίδιος έγραφε : ) «…του ανίδεου
σκλάβου, του εργάτη δόλιων ιδεών, του προδότη των ευγενών ανθρώπινων
ελπίδων, του συντηρητή ενός συστήματος που φτιάχτηκε για να μας σκοτώνει
τόσο αργά και μεθοδικά ώστε να μη μπορεί κανείς να το κατηγορήσει για
τον φόνο. Δεν ήμουν ένας απ’ αυτούς, όχι δεν ήμουν, και προτιμούσα να
είμαι ένα τίποτα παρά να είμαι κάτι που να απαριθμείται ανάμεσα σ’ αυτές
τις κωμικοτραγικές μαριονέτες…»
Ο ίδιος όταν ήθελε ίσως να
περιγράψει ανθρώπους σαν κι αυτόν, έλεγε με το ιδιόμορφο χιούμορ του:
«…a sad misfortune: wide men in narrow times…» («μια θλιμμένη και ατυχής
συγκυρία: ορθάνοιχτοι άνθρωποι σε στενούς καιρούς…»)
Εδώ δεν
παρασύρομαι λίγο στο να μιλήσω για έναν από τους δασκάλους μου. Με
όμορφο τρόπο με ρωτάτε: «Πότε νιώσατε το “κάλεσμα”, και τί ήταν αυτό που
σάς οδήγησε στη συγκεκριμένη ατραπό;…» και θα πρέπει να ξέρετε ότι αυτό
το «κάλεσμα», όπως το βλέπω εγώ, είναι μία σκυταλοδρομία. Πρόκειται για
την ασταμάτητη Εξερεύνηση του Αγνώστου (ή, αν προτιμάτε, για τη
Φιλοσοφία και την Έμπνευση ή την δυναμική ονειροπόληση, ή –γιατί όχι–
για τον Ιδεαλισμό), και όχι απλά για μια αόριστη «κίνηση στους
δαιδαλώδεις χώρους του Παράξενου και του Απαγορευμένου».
Το
«κάλεσμα» το άκουσα από τους δασκάλους μου. Τους δασκάλους μου τους
ανακάλυψα ψάχνοντας για όλα εκείνα τα πράγματα που γοήτευαν την καρδιά
μου και όλη μου την ύπαρξη τόσο πολύ ώστε δεν μπορούσα να τα αντισταθώ,
με παρέσυραν. Ήταν εκείνοι οι άνθρωποι του παρελθόντος που είχαν από
πριν ανακαλύψει όλα εκείνα που εγώ ακόμη έψαχνα, αναρωτιόμουν,
γοητευόμουν από αυτά, είχα αρχίσει να τα θεωρώ σημαντικά, –αλλά και όλα
εκείνα τα πράγματα για χάρη των οποίων άξιζε να «επαναστατήσει» κανείς,
να αμφισβητήσει, να πολεμήσει, τελικά ακόμη και να χλευαστεί για αυτά με
το να αφοσιωθεί σε αυτά...
Ήταν εκείνοι οι άνθρωποι στους οποίους
στράφηκα για φως μέσα στο ιδιόμορφο σκοτάδι μου. Τους ευγνωμονώ για το
φως μου, κρατώ ακόμη αναμμένη τη φλόγα που μου μετέδωσαν, και αληθινά
προσπαθώ να τη δικαιώσω.
«Αυτά που αγαπήσαμε, κι άλλοι θα τ’ αγαπήσουν, κι εμείς θα τους διδάξουμε το πώς…» κατά τον ποιητή Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ.
Το
κάλεσμα το άκουσα από πολύ μικρό αγόρι. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι
έλεγε, για ποιο πράγμα με καλούσε, προς τα πού και γιατί. Ήταν μια πολύ
ιδιαίτερη αναστάτωση... Συνήθως τα μικρά παιδιά το ακούγανε μέσα στα
παραμύθια. (Αυτές οι μυητικές εκπομπές, συνεχίζουν ακατάπαυστα να
μεταδίδονται για τα παιδιά, κρυφά, μυστικά, με άλλους τρόπους όταν ήμουν
εγώ παιδί, με άλλους τρόπους σήμερα, αλλά συνεχίζουν και είναι οι
ίδιες).
…Ήταν και εκείνο το τραίνο των πρώτων ερωτήσεων, ο ειρμός ή
συρμός, το τραίνο των θαυμάτων, το ντόμινο των μυστηρίων : «Ποιος
είμαι; Από πού έρχομαι; Πού βρίσκομαι; Πού πηγαίνω; Γιατί;...» Κ.ά.
Λένε πως «το ένα πράγμα φέρνει το άλλο»...
Έμαθα πως δεν έχει σημασία να γνωρίζουμε όλες τις απαντήσεις, αλλά το να κατανοούμε τις ερωτήσεις.
Άλλωστε,
η αναζήτηση απαντήσεων δεν είναι παρά η μεταμφιεσμένη αναζήτηση νέων
ερωτήσεων, αφού κάθε απάντηση που βρίσκεις γεννά νέα ερωτήματα, όλο και
πιο βαθιά, όλο και πιο μακριά. Οδηγείσαι έτσι πολύ μακριά!... Έξω από
τον κόσμο όπως τον ήξερες, έξω από τον γνωστό κόσμο.
Κάποια στιγμή ανακαλύπτεις ότι έχεις απομακρυνθεί πολύ από την ακτή, όπως όταν μαθαίνεις σιγά-σιγά όλο και καλύτερο κολύμπι.
(Ξέρετε
μεγαλύτερη παραβολή για το Άγνωστο, από τη θάλασσα; Εγώ ναι, τον μαύρο
ουρανό από πάνω μας που δεν έχει τέλος… Κάποτε έμαθα μόνος μου πως ο
Λεονάρντο ΝταΒίντσι που ζωγράφισε το μυστηριώδες χαμόγελο της Τζιοκόντα,
προσπαθούσε να φτιάξει μηχανικά φτερά και πτητικές μηχανές για να
πετάξει, κανείς δεν μάς το έλεγε αυτό. Δεν ήθελαν να μάθουμε ότι
μπορούμε να πετάξουμε, περιορίζουν τις αναστατώσεις μας στις
«καλλιτεχνικές ανησυχίες»…)
‘Όταν μεγάλωσα λίγο, στην
εφηβεία μου, όχι τυχαία άρχισε να με συναρπάζει πολύ η Φανταστική
Λογοτεχνία. Ακολουθώντας το πρώτο «κάλεσμα», με είχε οδηγήσει εκεί.
Είχα αρχίσει να γίνομαι πολύ βιβλιόφιλος (αλλά και πολύ μουσικόφιλος,
κ.ά., ανιχνεύοντας τις ίδιες εκπομπές στη μουσική, στον κινηματογράφο,
στα κόμικς, στη ζωγραφική, στον στοχασμό, στις εναλλακτικές
κοσμοθεωρίες, κλπ. Μιλάμε εδώ για τη μυστική ιστορία των ιδεών, ή, αν
προτιμάτε, για την ιστορία των μυστικών ιδεών… Έπαιρνα αυτό που μου
αντιστοιχούσε, όλο και πιο πολύ καθώς περνούσαν τα χρόνια)…
Νεαρό
αγόρι τότε εγώ, και λίγο μετά, καταδυόμενος όλο και πιο πολύ στη
Φανταστική Λογοτεχνία, διέκρινα σιγά-σιγά τα αυθεντικά δημιουργήματά
της, συγκεκριμένους συγγραφείς και έργα, τα συναρπαστικά πράγματα τα
οποία έγραφαν, που βασίζονταν σε μεγάλα –και προκλητικά άγνωστα–
μυστήρια του κόσμου και του ανθρώπου. Κάποια πράγματα στα έργα αυτά,
εξέπεμπαν ένα ιδιαίτερο σήμα, ας το πούμε έτσι…
Κατάλαβα, όχι χωρίς
μεγάλη γοητευτική έκπληξη, ότι οι άνθρωποι αυτοί έγραφαν συγκαλυμμένα
(σε μυθιστορηματική μορφή) για τα πολύ παράξενα πράγματα που τους
ενδιέφεραν και τους ενέπνεαν, για τα πράγματα για τα οποία έψαχναν και
μελετούσαν και ερευνούσαν, για τις ανακαλύψεις τους, και τα είχαν
μεταμφιέσει με τον λογοτεχνικό μανδύα, επειδή απαγορευόταν να μιλήσει
κανείς ευθέως γι’ αυτά τα πράγματα, να εκτεθεί. Αλλά και επειδή θα
αποτελούσαν εντελώς αμφιλεγόμενη μελέτη αν παρουσιάζονταν με τον
δοκιμιακό τρόπο, εκτεθειμένη σε κριτική και απόρριψη. Ήταν ουσιαστικά
αποτέλεσμα αντίστασης, μια απόκρυφη αντιστασιακή δραστηριότητα: να
μιλήσεις συνθηματικά για πολύ παράξενα πράγματα που δεν είναι αποδεκτά
από το κατεστημένο, (απενοχοποιημένα εξαιτίας της «λογοτεχνικής
αδείας»), να παρουσιάσεις τη μελέτη σου με τη μορφή τέχνης, να εκθέσεις
τα μεγαλύτερα μυστήρια σαν να είναι παιχνίδια, τις αποκαλύψεις σου σαν
να είναι απλές φαντασιοκοπίες. (Βλέπε και τη διφορούμενη πλέον –εξαιτίας
αυτών– έννοια της «ψυχαγωγίας», που κατ’ ουσίαν σημαίνει «καθοδήγηση
της ψυχής»).
Οι αριστοτεχνικές αυτές μανούβρες, και τα πολύ ειδικά
ζητήματα που τόσο διακριτικά έθιγαν όλοι αυτοί οι συγγραφείς, υπονοούσαν
μεγάλα μυστήρια, μεγάλους τρόμους, μεγάλες περιπέτειες, μεγάλα θαύματα,
μεγάλες ιδέες. Και δηλώνονταν τόσο ανοιχτά, με τέτοιο άνοιγμα, με
τέτοιες προεκτάσεις, που τελικά προκαλούσαν μεγάλες εμπνεύσεις (και
αυτές οι εν-πνεύσεις, οι «εντός-πνεύσεις», φούσκωναν τα πανιά και
οδηγούσαν το πλοίο μου σε μεγάλα ποντοπόρα ταξίδια, αληθινά ταξίδια).
Φυσικά,
τότε δεν ήξερα ακόμη ότι ο καλύτερος τρόπος για να κρύψεις πολύ
αποτελεσματικά κάτι, ήταν να το αφήσεις σε κοινή θέα, καθόλου κρυμμένο…
Αλλά έτσι ήταν που το ανακάλυψα τελικά και αυτό.
Ήταν άνθρωποι
και πράγματα που σαφέστατα λειτουργούσαν όπως το είχε περιγράψει τόσους
αιώνες πριν ο Κορνήλιος Αγρίππας:
«Μόνο για εσάς, τέκνα της
μάθησης και της σοφίας, κάναμε όλο τούτο το έργο. Εξετάστε το,
συλλογιστείτε το νόημα που διασκορπίσαμε σε διαφορετικά μέρη και το
συγκεντρώσαμε πάλι και πάλι. Αυτό που αποκρύψαμε σε ένα μέρος, το
καταδείξαμε φανερά σε ένα άλλο, ώστε να γίνει κατανοητό μόνο από τη
σοφία σας…» (Κορνήλιος Αγρίππας, De Occulta Philosophia).
Χωρίς
κι εγώ να καταλάβω πώς ακριβώς έγινε, οδηγήθηκα έτσι στις αλήθειες που
κρύβονταν πίσω (ή ανάμεσα) από τη «Φανταστική» Λογοτεχνία. Βρέθηκα να
εξερευνώ αυτά που εξερευνούσαν οι άνθρωποι που έγραφαν εκείνα τα
πράγματα με τέτοιους τρόπους.
Στην αρχή, φυσικά, (όπως πάντα
συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις), βρέθηκα να εξερευνώ τους
εξερευνητές, να ψάχνω για τους εξερευνητές, και βρέθηκα να εξερευνώ τα
ίχνη τους, δηλαδή την πορεία της εξερεύνησής τους για να τους συναντήσω
και να μιλήσω μαζί τους, κι έτσι βρέθηκα κι εγώ στην ίδια εξερεύνηση.
Περίεργο, ε;…
Όταν αργότερα άρχισα εγώ ο ίδιος προσωπικά να
ανακαλύπτω τα ίδια πράγματα που είχαν ανακαλύψει κι αυτοί, αυτό ήταν
απλά η επιβεβαίωση, ο σωστός προσανατολισμός. Έτσι οδηγήθηκα στις
αληθινές μελέτες, απ’ όπου πήγαζαν όλα αυτά, σε άλλους συγγραφείς και
πομπούς. Κι επιτέλους κατανοούσα αληθινά τα πράγματα που μου έλεγαν στην
αρχή οι εμπνευστές μου, τους κατανοούσα. Και σύντομα βρέθηκα στην
παράξενη θέση να προσπαθώ με τη σειρά μου να τα καταδείξω και σε
κάποιους άλλους για να τα κατανοήσουν κι αυτοί, κι αυτό αποτέλεσε ακόμη
μεγαλύτερη εκπαίδευση για μένα –στην ίδια την ακόμη καλύτερη κατανόησή
μου, εννοώ.
Όπως συνήθως συμβαίνει με τις εξερευνήσεις, από αλλού
άρχισα και αλλού κατέληξα, ξεκίνησα από κάτι που στην αρχή δεν
υποπτευόμουν πόσο μακριά θα μπορούσε να καταλήξει… Δηλαδή, οι
συγκεκριμένοι δημιουργοί και τα έργα της Φανταστικής Λογοτεχνίας, δεν
ήταν παρά η εισαγωγή μου, το «κάλεσμα», στην προσωπική μου εξερεύνηση
του Αγνώστου. Μεγαλώνοντας λίγο, βρέθηκα να εντρυφώ πολύ σε όλα αυτά που
υπονοούσαν, και που πρώτοι αυτοί μού είχαν καταδείξει.
Αυτή,
λοιπόν, ήταν η πρώτη μύηση μου στα μεγαλύτερα μυστήρια. Έτσι άκουσα το
«κάλεσμα». Το «ένα πράγμα έφερε το άλλο», σταδιακά άρχισα να διακρίνω
–από τα «αναγνωριστικά σημάδια» τους– και τελικά να συναντώ και τους
προσωπικούς μου δασκάλους, και το φταίξιμο είναι επίσης δικό τους, όχι
μόνο δικό μου…
Πάρα πολλά παράξενα πράγματα έχουν συμβεί από τότε, κι εγώ δεν είμαι πια εκείνο το νεαρό αγόρι (ή μήπως είμαι ακόμη;)…
Ας
το πούμε έτσι: σήμερα είμαι ο τύπος που μπορεί να σας αναλύσει
κυριολεκτικά καρέ-καρέ στην ταινία όλα τα θαυμαστά μυστικά που κρύβονται
στο Μαίρη Πόππινς του Ντίσνεϋ…
Μετά
από τόσα χρόνια έρευνας, πώς θα ορίζατε τις έννοιες «Παράξενο»
«Μεταφυσικό», «Απαγορευμένο»…; Και, πώς μπορεί κανείς να τις
προσεγγίσει;…
Ω, το «Παράξενο» μπορείτε να το
συναντήσετε σε εκείνο το απαγορευμένο τμήμα του λεξικού της ελληνικής
γλώσσας, υπό το λήμμα «Παρά¬–»
Όλες οι απαγορευμένες λέξεις βρίσκονται εκεί…
Παράδοξο,
παράλογο, παράνομο, παράπτωμα, παράτυπο, παράτολμο, παράφορο,
παραφυσικό, παρακάτω, παραπάνω, παράπονο, παραβολή, παράδειγμα,
παρένθεση, πάροδος, παραδρομή, παρείσακτο, παράλληλο, παράβαση, παραβάν,
παραμερισμός, παράβυστος, παρίας, παραγραφή, παραίτηση, παραίσθηση,
παράκρουση, παραφροσύνη, παρωδία, παράλλαξη, παραλήπτης, παρανάλωμα,
παραπέτασμα, παραψυχολογία, παραπληροφόρηση, παραστράτημα, παρείσφρηση,
παρατήρηση, παρέμβαση, παρεπόμενο, παραλογοτεχνία, Παραμύθι, παράδοση,
παρέα, παράθυρο, Παράδεισος…. κ.ά. ….Παράξενο…
Φυσικά, το «παρά»
σημαίνει «δίπλα», κοντά. Έτσι το Παράξενο σημαίνει κάτι που είναι δίπλα
στο ξένο, παρά το ξένο. Υποδεικνύει δηλαδή μια έννοια που βρίσκεται
ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο, μια
γέφυρα… Μια πύλη. Το Παρά-ξενο… (Strange).
Μια παράλληλη
παρατηρούμενη πραγματικότητα, απαράδεκτη, που βρίσκεται δίπλα στην
παραδεκτή καθημερινή πραγματικότητα, μια εναλλακτική πραγματικότητα.
Το
Παράξενο, ένας εισβολέας από το Ξένο που προσεγγίζει το Οικείο και
κάνει την παρουσία του αισθητή συνοριακά, κάτι που έρχεται από το
Άγνωστο και προσεγγίζει το Γνωστό και για να γνωσθεί ή να ανα-γνωσθεί.
Ως
έννοια, αποτελεί μια ενεργή σύνδεση ανάμεσα στο ξένο και στο οικείο,
ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, (μια παρένθεση, ανάμεσα στη θέση και
στην αντίθεση).
[Δημιουργώντας το περιοδικό Strange, «το
Απαγορευμένο Περιοδικό», ή egnartS, τού έδωσα και έναν άλλο εναλλακτικό
τίτλο, παραφράζοντας το αγγλικό Stran-Ge στα ελληνικά: Στραν-Γη. Αυτό
υπονοεί μια εναλλακτική Γη, έναν εναλλακτικό κόσμο, έναν παράλληλο
κόσμο, έναν παράξενο κόσμο, μια «άλλη» Γη. Το «Στραντζάρισμα» (από το
«στραντζάρω» που σημαίνει «λυγίζω μεταλλικές πλάκες» ή, χμ,
«απο-ευθυγραμμίζω», παραβολικά «λυγίζω το πάγιο κατεστημένο», που
ταυτίστηκε με το «Στρεηντζάρω» –π.χ. κατά το «σερφάρω»– όπως αποκαλούν
πολλοί αναγνώστες μας την ανάγνωση του Στρέηντζ, μιας μυστικής Γης, μια
Στραν-Γη)… ]
Δεν γνωρίζουν πολλοί άνθρωποι ότι, στα αρχαία ελληνικά, «Παράξενος» σήμαινε «μη γνήσιος πολίτης» (παρά + ξένος).
Στην
ελληνική αρχαιότητα, όπως ένας ξένος δεν μπορούσε να είναι πολίτης της
πολιτείας, έτσι και ο «παρά-ξενος» ήταν εκείνος ο οποίος διέμενε στην
πολιτεία αλλά, λόγω της συμπεριφοράς του ή της θέσης του, δεν ήταν –ή
δεν θεωρούνταν– γνήσιος πολίτης, (ή και, σε άλλες περιπτώσεις, επειδή
μέχρι πρόσφατα υπήρξε ξένος, δεν είχε αποκτήσει ακόμη δικαιώματα πολίτη,
ήταν υπό δοκιμή). Έτσι, όταν στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα
αποκαλούσες κάποιον «Παράξενο», εννοούσες ότι δεν ήταν αποδεκτός ως
γνήσιος πολίτης.
Δηλαδή, δεν ήταν αποδεκτός σύμφωνα με τα κοινά, ή
και δεν αποδεχόταν τα κοινά, (κατ’ επέκταση, την «κοινή λογική»), ήταν
ασύμβατος με τα ήθη και τους θεσμούς της πολιτείας παρ’ όλο που
συμπεριλάμβανε τον εαυτό του σε αυτήν.
Μερικές φορές, μάλιστα,
εισήγαγε και «καινά δαιμόνια» (νέους θεούς ή νέες ιδέες) που δεν ήταν
προς το δεδομένο κατεστημένο συμφέρον της πολιτείας, ήταν ίσως δηλαδή,
θα λέγαμε, «ανατρεπτικό στοιχείο».
Η σημασία του «Παράξενος» ως «αλλόκοτος, περίεργος, παράδοξος» είναι ελληνιστική.
Όλο
αυτό, αντίστοιχα, φέρνει στο μυαλό και την αυθεντική αρχαία ελληνική
έννοια της λέξης «ιδιώτης» και «ιδιωτικό». Πρωτότυπα, ο «ιδιώτης» ήταν
αυτός που δεν ασχολούταν με τα κοινά, που δεν ήταν δηλαδή ενεργός ως
πολίτης, και η έννοια αυτή ήταν στην ουσία βρισιά, διότι το «ιδιώτης»
θεωρούνταν ταυτόσημο με το «ηλίθιος». (Δηλαδή κάποιος που, επειδή δεν
ασχολούταν με τα κοινά, άρα, υποτίθεται, δεν ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να
κατανοεί πως η ασχολία με τα κοινά ήταν σημαντική διότι τα κοινά
επηρέαζαν και τον ίδιο, αλλά ασχολούνταν μόνο με όσα αφορούσαν στον
εαυτό του).
Με την πάροδο των αιώνων, η έννοια του «ιδιώτη» ως
«ανόητου» ή «απαράδεκτου» έχασε αυτή την υβριστική σημασία της και
κατέληξε να σημαίνει αυτό που σήμερα εννοούμε όταν λέμε «ιδιωτικό»
(private), δηλαδή απλά «αυστηρά προσωπικό». Παρ’ όλα αυτά, στα αγγλικά,
διατήρησε την αρχική ελληνική σημασία του, και έτσι «idiot» συνεχίζει
αγγλιστί να σημαίνει τον ηλίθιο και απαράδεκτο...
Κοντολογίς,
αυθεντικά, η πρωτότυπη έννοια της λέξης «Παράξενος» σήμαινε αυτόν που
δεν ασχολείται καθόλου με τα πολιτικά «όπως θα έπρεπε», έναν όχι γνήσιο
«πολίτη», και, άρα, κατ’ επέκταση, κάποιον «ιδιώτη» που…«ιδιωτεύει» (που
έχει αποκτήσει δηλαδή ολόδικό του προσωπικό τρόπο να αντιλαμβάνεται την
πραγματικότητα και να τη διαχειρίζεται αυτόνομα, χωρίς την έγκριση και
την αποδοχή της πολιτείας και των πολιτικών της…)
Τώρα, που
εξηγήθηκε λίγο όλο αυτό, δεν θα πρέπει πλέον να σας προκαλεί απορία το
γεγονός ότι το Παράξενο και τα θέματα του συνήθως δεν έχουν θέση π.χ.
στις εφημερίδες ή στην τηλεόραση, ή π.χ. στα σχολεία και στα
πανεπιστήμια…
(Και, παραδείγματος χάριν, γιατί είναι εξόριστοι της
έγκριτης διανόησης εκείνοι που προσεγγίζουν την πολιτική σκηνή με τρόπο
συνωμοσιολογικό, αντιλαμβανόμενοι πως η πολιτική σκηνή και τα πολιτικά
πράγματα είναι αποτέλεσμα συνομωσιών, μη ασχολούμενοι με τα πολιτικά,
[αλλά ίσως μόνο λίγο με τα «παραπολιτικά»] υποδεικνύοντας έτσι τους
εαυτούς τους ως «μη γνήσιους πολίτες» δηλαδή «Παράξενους», και κατ’
επέκταση «ιδιώτες», μην ασχολούμενοι με τον κοινό τρόπο με τα κοινά και
μη συμβαδίζοντας με την κοινή –επιβαλλόμενη– λογική).
Εγώ,
προσωπικά, αντιλαμβάνομαι το «παράξενο» με την ίδια έννοια που δίνουμε
σε κάτι που είναι πολύ ενδιαφέρον, κάτι που εκπέμπει γοητεία και
μυστήριο, κάτι που προκαλεί την προσοχή μου, κάτι που απαιτεί
διερεύνηση, κάτι που με προκαλεί και με προσκαλεί, κάτι που τελικά η
ατμόσφαιρα του είναι πολύ οικεία προς εμένα.
Κάτι που είναι «δικό μας» (όπως όταν λέμε «αυτός είναι “δικός μας”…»)
Μεγάλωσα
μέσα σε κύκλους ανθρώπων που όταν έλεγαν ότι κάποιος είναι
«συνηθισμένος» αυτό ισοδυναμούσε με βρισιά. Όταν έλεγαν ότι κάποιος
είναι «παράξενος», εννοούσαν ότι είναι «ωραίος», άξιος λόγου ή ασχολίας.
Ήταν η ροκ’ν’ρολλ οπτική, ας το πούμε έτσι…δεν ήθελες να περνάς
απαρατήρητος, δεν ήθελες να είσαι ακόμη ένας από τους συνηθισμένους
ομοιογενείς ανθρώπους-ρομπότ της καθημερινότητας. Το «παράξενος» ήταν
κάτι σαν τίτλος ευγενείας… Μια διάκριση.
Και το «παράξενο» ήταν αυτό
που δεν βρισκόταν μέσα στα αυστηρά επιβαλλόμενα πλαίσια του Συστήματος,
άρα συχνά ήταν το πρωτότυπο, το αντιστασιακό, το επαναστατικό, το
περιπετειώδες, το ελεύθερο, το original, το avant garde, το μυστηριακό,
το περίτεχνο, το εντυπωσιακό, το προκλητικό, το προωθημένο, το
διδακτικό, το εμπνευστικό…
Τώρα, όσον αφορά στο «Απαγορευμένο», που με ρωτάτε πώς ορίζω αυτήν την έννοια…
Όπως
ίσως καταλαβαίνετε, είναι μια έννοια που σηκώνει μεγάλη συζήτηση, κατά
τη γνώμη μου πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, που κατ’ επέκταση θα απαιτούσε μια
μεγάλη διάλεξη. Έχει και τόσες πολλές προεκτάσεις!…
Θα προσπαθήσω όμως, για χάρη σας, να συμπυκνώσω εδώ (κάπως κωδικά) αυτήν τη μεγάλη συζήτηση, όπως τη βλέπω εγώ.
Εισαγωγικά λοιπόν,
το
«Απαγορευμένο» είναι στην ουσία το «Απ-αγορευμένο». Αυτό που δεν έχει
αγορευτεί δηλαδή, που δεν έχει συζητηθεί δημόσια στην αγορά (με την
αρχαία έννοια), ή αυτό που έχει αφαιρεθεί από την αγόρευση, που έχει
γίνει αναγκασμός να παραλειφθεί, δηλαδή, ας πούμε: το λογοκριμένο.
Στα αρχαία ελληνικά προέρχεται από το από + αγορεύω, (αγορεύω = μιλώ δημόσια στην αγορά). Οπότε, είναι η μη-αγόρευση.
Η
αρχαία ελληνική «αγορά» ήταν ο τόπος συγκέντρωσης των ανθρώπων, ο τόπος
των συνελεύσεων και τόπος δημόσιων συζητήσεων. Κάποιος που μιλούσε στην
αγορά, «αγόρευε».
(Αργότερα νοούνταν και ως χώρος αγοραπωλησιών και
εμπορίου, όταν άρχισαν οι έμποροι να εκμεταλλεύονται το γεγονός του
συγκεντρωμένου πλήθους –όπου πήγαινε να ακούσει και να συμμετάσχει στις
δημόσιες συζητήσεις– για να εκθέσουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους
εύκολα σε περισσότερους ανθρώπους. Το ίδιο περίπου όπως σήμερα σε μια
μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων, μαζεύονται εκεί και διάφοροι μικροπωλητές,
καντίνες, κλπ, δίνοντας τελικά την εντύπωση «πανηγυριού». Το ίδιο σήμερα
ισχύει, άλλωστε, και με τη γνώση και την πληροφόρηση, κλπ).
Με
την αρχική αυθεντική έννοια αυτή, λοιπόν, το «απαγορεύω» σημαίνει στην
ουσία «δεν επιτρέπω σε κάποιον να μιλήσει στην αγορά, τον εξαιρώ από τις
αγορεύσεις», ή «δεν επιτρέπω σε ένα ζήτημα ή θέμα να αγορευτεί, δηλαδή
να συζητηθεί δημόσια στην αγορά», δηλαδή, κατ’ ουσίαν, «στερώ την
ελευθερία του λόγου». (Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι η Αγορά δεν είναι
ελεύθερη Αγορά, αλλά βρίσκεται υπό επιτήρηση και υπό έλεγχο…)
«Αγοράζω»
αρχικά σήμαινε «συχνάζω στην αγορά» (σαν να λέμε «στην πλατεία», εκεί
που γίνονται οι δημόσιες συζητήσεις), και αργότερα άρχισε να σημαίνει
(και) «ψωνίζω» προϊόντα από τους εμπόρους που επίσης συχνάζουν εκεί.
(«Αγορά», κατ’ αντιστοιχία προς τους όρους «Βουλή» και «Εκκλησία»).
Επίσης, Απ-αγ-ορ-εύω. Και απ-αγο-ρεύω.
«Ορώ»
σημαίνει «βλέπω», αν και προέρχεται από το «Όρομαι» που σημαίνει
«παρατηρώ, επιτηρώ, φρουρώ» (γι’ αυτό και λέμε «θυρωρός» ή «πυλωρός», ο
επιτηρητής ή φρουρός της θύρας ή της πύλης, της πόρτας, της εισόδου
–αλλά βλέπε και π.χ. «κηπουρός»). Όπως ίσως αντιλαμβάνεσθε, είναι
συγγενική έννοια με το «όριο», με την «οροθέτηση» (οριοθέτηση), και με
το «οροθετώ» (θέτω –καθορίζω, χαράζω– τα όρια). Και, φυσικά, με τον
«Ορίζοντα»…
«Άγω», σημαίνει «οδηγώ» (βλέπε και ανάλογες έννοιες όπως
π.χ. «αγωγός», «ηγέτης» κλπ, αλλά και «αγωγή», «προσαγωγή», «ψυχαγωγία»
κλπ).
(Όμως, επίσης σημειώστε, «Άγος» είναι η βέβηλη πράξη, το
ανοσιούργημα, η βλασφημία, η μεγάλη αμαρτία, και η μεγάλη «ντροπή»).
(Ίσως μάλιστα να μπορούσε να ιδωθεί το «αγορά» από το «ορώ το άγος»
δηλαδή βλέπω να βγαίνει δημόσια η ντροπή ή η αμαρτία του καθενός, το
κατακριτέο δηλαδή, η επιτηρώ και φρουρώ να μην εμφανιστεί αυτό στις
εκδηλώσεις των ανθρώπων…)
Απαγορευμένο, δηλαδή, επίσης, είναι αυτό
στο οποίο δεν πρέπει να το βλέπω, δεν πρέπει να οδηγηθώ εκεί, είναι πέρα
από τα όρια, και φρουρείται.
Αντίστοιχα, Απαγορεύω…
«Αγορεύω»
είπαμε είναι από το «Αγορά», μιλώ στην Αγορά (εκτός από το «απαγορεύω,
βλέπε και π.χ. «αναγορεύω», «υπαγορεύω», «προσαγορεύω», κλπ).
Η
«Αγορά», με τη σειρά της, προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «Αγείρω», που
σημαίνει «συναθροίζω», «συγκεντρώνω», (από όπου προέρχεται και η έννοια
«αγ-έλη» εν προκειμένω για τα πρόβατα ή γενικά για το κοπάδι των ζώων,
που είτε ο ισχυρός αρχηγός τους τα συγκεντρώνει όλα μαζί ως «οδηγός,
ηγέτης», είτε ανάλογα τα συγκεντρώνει ο βοσκός…) (Σε σχέση με το
«Αγείρω» βλέπε και «αγύρτης», «ομήγυρις», «πανήγυρις», κλπ. Επίσης,
βλέπε σχετικά με το «αγορεύω-αγορώ» και το «κατηγορώ», «συνηγορώ», κλπ).
(«Απάγω» σημαίνει κάνω «απαγωγή», που σημαίνει «απομάκρυνση»,
αποσύνδεση από τον αγωγό, από τον οδηγό, από την ηγεσία. Αρπ-αγή).
Με
τις παραπάνω εννοιολογικές επισημάνσεις, με λίγη προσοχή και συνδυασμό,
μπορείτε ίσως και από μόνοι σας να παρατηρήσετε το πολυεπίπεδο
εννοιολογικά «απαγορεύω» και το «Απαγορευμένο», χωρίς την απαραίτητη
εμπνευσμένη διάλεξη από πλευράς μου…
Ίσως, μάλιστα, τώρα κατανοείτε καλύτερα τη στενή σχέση μεταξύ του «Παράξενου» και του «Απαγορευμένου»…
Για
μένα, προσωπικά, το «Απαγορευμένο» είναι ταυτισμένο με την απόκρυφη
γνώση, το κρυμμένο ή το συγκαλυμμένο, (Occult), αλλά και με το
εξ-όριστο, το εκ-κεντρικό, το εξω-τικό...
Και με όλα εκείνα τα
πράγματα, ζητήματα, θέματα, καταστάσεις, κλπ, που, το επιβαλλόμενο
κοινωνικό Σύστημα ή γνωσιολογικό Σύστημα, δεν επιθυμεί να προσεγγίσουμε.
Γι’ αυτόν τον λόγο (επειδή «ο φόβος φυλάει τα έρημα», όπως έλεγε η
γιαγιά μου, δηλαδή τα έρημα ζώα που απουσιάζει ο βοσκός τους, που τελικά
δεν χρειάζεται να τα φοβίζει κάποιος για να τα φυλάει, φοβούνται κι από
μόνα τους…), το απαγορευμένο υποσυνείδητα έχει ταυτιστεί –επιτηδευμένα
από το εκάστοτε Σύστημα– γενικά με το επικίνδυνο ή με το κολάσιμο και το
απαράδεκτο (η εξήγηση/δικαιολογία για το «απαγορευμένο» είναι σχεδόν
πάντα το «παραστράτημα» και το «επικίνδυνο»).
Το «Απαγορευμένο» είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από τα όρια. Απαιτεί ενημέρωση, τόλμη και εξερεύνηση για να γνωσθεί.
Ποια είναι όμως τα όρια, ποιος είναι αυτός που καθορίζει τα όρια, και γιατί;
Τα
περισσότερα πράγματα που μπορείτε να αναλογιστείτε ως θαυμαστά, ως
μυστηριώδη, ως προς εξερεύνηση, κλπ, βρίσκονται πέρα από τα όρια, και
άρα είναι «απαγορευμένα». Τα περισσότερα μεγαλύτερα (και συχνά
ανομολόγητα) όνειρά σας, είναι ακραία και πέρα από τα συνηθισμένα, πέρα
από τα όρια (που σας έχουν τεθεί ή που οι ίδιοι έχετε θέσει –ή πειστεί
να θέσει– στον εαυτό σας), και είναι απαγορευμένα.
Τα πιο σημαντικά
πράγματα του κόσμου, τι λέω, Όλα τα πιο σημαντικά πράγματα του κόσμου,
(και τα πιο σημαντικά πράγματα του εαυτού μας), έχουν συντελεστεί επειδή
ξεπεράστηκαν τα όρια, επειδή ήταν πράγματα απαγορευμένα, και επειδή
παραβιάστηκε από κάποιους η απαγόρευσή τους.
Το ξεπέρασμα των ορίων είναι ταυτισμένο με την εξέλιξη.
Η εξερεύνηση και η προέκταση, είναι ταυτισμένη με το ρίσκο.
Η αληθινή μάθηση, η γνώση, η εκ-παίδευση, η πρό-οδος, είναι συχνά ταυτόσημη με τη ρήξη με το οικείο.
Η προέκταση της πραγματικότητας προϋποθέτει με πολλούς τρόπους τη ρήξη με το οικείο.
Η ρήξη με το οικείο (με το συνηθισμένο) απαγορεύεται…
Η επανάσταση προϋποθέτει την ανάσταση και τη στάση.
(Στάση
> Ανά-σταση [άνω στάση] > Επ-ανά-σταση [ξανά άνω στάση]) (κατά το
Θέση, Ανάθεση, Επανάθεση, ή και κατά το Λήψη, Ανάληψη, Επανάληψη). Εν
προκειμένω, η άνωθεν οπτική, η εποπτεία, δηλαδή η Έκσταση, η έξω-στάση,
δηλαδή το να «βγαίνεις από το σώμα σου», η «εξωσωμάτωση», η
«ανα-θεώρηση» –και κατ’ επέκταση η «ψυχεδέλεια», δηλαδή «η φανέρωση της
ψυχής». Η Είδηση και η Συν-είδηση…)
Το πιο σημαντικό πράγμα είναι το
να μπορείς να βγαίνεις έξω από τα όρια, έξω από τα δεδομένα πλαίσια, να
βγαίνεις από τα πράγματα και να τα βλέπεις από ψηλά, να βγαίνεις από τον
εαυτό σου και από τον κόσμο, πέρα από τα πράγματα, να αποκτάς ανώτερη
οπτική, να τα εποπτεύεις, να τα αναθεωρείς.
Να προεκτείνεσαι.
Στον κόσμο που ζούμε, πιστέψτε με, δεν υπάρχει πιο «απαγορευμένο» πράγμα…
Να
κάνεις πράγματα που δεν «προβλέπονται» από τον «μηχανισμό» να τα
κάνεις, να βλέπεις πράγματα που δεν προβλέπεται να τα δεις, να μαθαίνεις
πράγματα που δεν προβλέπεται να μάθεις, να γνωρίζεις πράγματα που δεν
προβλέπεται να γνωρίσεις, να γίνεσαι κάτι που δεν προβλέπεται να γίνεις…
Επίσης με ρωτάτε πώς ορίζω την έννοια «Μεταφυσικό»…
Το
«Μεταφυσικό» σημαίνει, φυσικά, το «μετά το φυσικό», το μετά τη φύση, το
πέρα από τη φύση (μας). Η το μετά και το πέρα από αυτό που εμείς
θεωρούμε ως «φύση» (μια θεώρηση που συνεχώς υπόκειται σε αλλαγές,
ανάλογα με το γνωσιολογικό μας επίπεδο).
Η πρώτη και μόνιμη ασχολία
των αρχαίων φιλοσόφων (των πατέρων της Φιλοσοφίας) ήταν η έρευνα και
συγγραφή ενός συγγράμματος «Περί Φύσιος» («για τη Φύση»). Το αρχετυπικό
ερώτημα της φιλοσοφίας ήταν και είναι: «Ποια είναι η φύση των
πραγμάτων;»
Η έρευνα για τη φύση της πραγματικότητας.
Τι είναι η πραγματικότητα;
(Στη
ζωή μου, έχω παρατηρήσει την αντίφαση ότι κανένας από τους υπερασπιστές
εκείνης της μορφής της πάγιας και στερεής πραγματικότητας, δεν γνωρίζει
τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Το βασικό δηλαδή, η βάση, στην οποία
στηρίζονται, δηλαδή ποια είναι η φύση της πραγματικότητας –και, της
αντίληψής της... Καταναλώνονται σε λογιστικού τύπου ορισμούς, στα
πλαίσια ενός κακώς εννοούμενου Ορθολογισμού. Κατ’ επέκταση, η έννοια
τους του «εξωπραγματικού» συνήθως είναι κυρίως αυθαίρετη, ανόητη και
εντελώς υποκειμενική. Εννοούν δηλαδή το «παράλογο», σύμφωνα με τη στενή
λογική που τους έχει διδαχθεί. Εγώ προσωπικά, ιδεαλιστικά, είμαι αρνητής
της ίδιας της έννοιας της «αντικειμενικότητας», που για μένα
υποδεικνύει κάποια παρανόηση, ή μια σιωπηλή σύμβαση, ή απλά κάποιο
εξουσιαστικό τρικ…)
Ο όρος «Μεταφυσική» έχει προκύψει από το έργο «Μετά τα Φυσικά» του Αριστοτέλη. Βιβλιογραφικά, απλώς ακολουθεί τα «Φυσικά».
Επειδή
ο Αριστοτέλης υπήρξε ο πρώτος πανεπιστήμων και κατ’ επέκταση ο πρώτος
επιστήμονας, (και επειδή ο σύγχρονος όρος «Φυσική» έχει προκύψει από τα
συγγράμματα «Περί Φύσιος» των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων), δημιουργήθηκε η
αντίληψη ότι η έννοια «Μεταφυσική» αναφέρεται στην επιστημονική
«Φυσική» (όπως αυτή διδάσκεται σήμερα στους φυσικούς στα πανεπιστήμια,
αλλά και στα σχολεία). Δηλαδή ότι μιλάει για μια Φυσική πέρα από τη
Φυσική, μια μη γνωστή Φυσική, ή μια ανατροπή της επιστήμης της Φυσικής, ή
απλά μια επίδοξη αναβάθμισή της.
Πρόκειται όμως για παρεξήγηση. Το
«Μεταφυσική», αναφέρεται στο Μετά από τη Φύση, στο Πέρα από τη Φύση,
όπως π.χ. όταν λέμε «η ζωή μετά τον θάνατο», ή το «μεταμοντέρνο», κλπ.
Αναφέρεται δηλαδή στο πνευματικό, στο Πέρα από την ύλη, ή στο Πέρα από
την «Πραγματικότητα» (δηλ. από την «κατάσταση των πραγμάτων»). Γι’ αυτό,
άλλωστε, μιλώντας γι’ αυτά τα πράγματα, αναφερόμαστε και στη
«Μεταφυσική Φιλοσοφία».
Η Μεταφυσική είναι η μελέτη και η ενασχόληση
με το πνευματικό (όχι με το υλικό), με το «εξωπραγματικό», με το
«υπερβατικό», και όχι η άρνηση –ή απλά το ξεπέρασμα– των νόμων της
φυσικής.
Είναι κοινό γνωσιολογικό τυπολογικό σφάλμα, (ένα μπέρδεμα
ορισμών), πολλοί άνθρωποι να μπερδεύουν το «Μεταφυσικό», το «Παραφυσικό»
και το «Υπερφυσικό», μεταξύ τους.
«Παραφυσικό» είναι το «παρά
φύσιν», το Paranormal, η φυσική εκτροπή, το παρακανονικό, δηλαδή η
Μετάλλαξη της φύσης, δηλαδή π.χ. η Θεωρία της Εξέλιξης του Δαρβίνου (ο
αυθεντικός τίτλος του διάσημου συγγράμματος του Δαρβίνου ήταν Η Θεωρία
των Μεταλλάξεων, The Theory of Mutations, τον οποίο οι εκδότες του τον
άλλαξαν με τον τίτλο Η Θεωρία της Εξέλιξης, The Theory of Evolution, για
να μην έχει τρομακτική χροιά… Στην ουσία, πρόκειται για ένα μεγάλο
σύγγραμμα του Παραφυσικού).
Βλέπε αντίστοιχα και τον όρο
«Παραψυχολογία», (που, εδώ που τα λέμε, τελικά εννοεί μια ψυχο-λογία που
πιστεύει στην ύπαρξη της ψυχής, κάτι που –παραδόξως!– θεωρείται εκτροπή
από την Ψυχολογία…δηλαδή μια «αιρετική» ψυχολογία…)
«Υπερφυσικό»
είναι αυτό που αντίκειται τελείως στους νόμους της φυσικής, που από
αυτήν θεωρούνται ως νόμοι της Φύσης, και στην ουσία είναι ταυτόσημο με
τα θαύματα.
Ο Νίτσε υποστήριζε (βλέπε στο έργο του, Τάδε Έφη
Ζαρατούστρα), ότι ο άνθρωπος είναι μια γέφυρα ανάμεσα στον υπάνθρωπο και
στον υπεράνθρωπο, και ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι να περάσει τη
γέφυρα που ο ίδιος αποτελεί και να γίνει Υπεράνθρωπος.
Ο Γουίλιαμ
Μπάρροουζ έγραφε ότι ο άνθρωπος είναι κολλημένος σε ένα στάδιο
νεοτονίας, ότι βρίσκεται σε προνυμφιακό στάδιο, και ότι καλείται να
μεταλλαχθεί, να υπερβεί την κατάστασή του, (υπονοώντας τελικά το
διαστημικό μέλλον του ανθρώπου προς τα άστρα : επειδή το διάστημα είναι
φυσικώς απαγορευμένο για εμάς, προϋποθέτει κάποια αληθινή μετάλλαξη για
να το ταξιδέψουμε).
Ο C. S. Lewis έλεγε ότι δεν είσαι ένα σώμα που έχει ψυχή. Είσαι μια ψυχή που έχει ένα σώμα.
Η
έξοδος από το σπήλαιο, σύμφωνα με την Παραβολή του Σπηλαίου του
Πλάτωνα. Η βασική πεποίθηση όλων των μυστών όλων των εποχών, ότι ο
άνθρωπος πρέπει να εκπαιδευτεί για την αφύπνισή του, για την έξοδο από
το σκότος, για την υπέρβαση του εαυτού του, για τον φωτισμό του, για την
ένωση με το θείο ή με την ανώτερη πραγματικότητα ή με την ανώτερη
συνείδηση.
Υπάρχει ένας δεύτερος κόσμος πέρα από τον κόσμο. Μια
άλλη διάσταση των πραγμάτων, με την οποία το πνεύμα μας μπορεί να έρθει
σε άμεση επαφή.
Αυτή, με δυο λόγια εκ του προχείρου, είναι η «Μεταφυσική».
Αναρωτιέστε
(στην αρχική σας ερώτηση με την οποία μου δώσατε την πρόφαση για να σας
τα πω όλα αυτά): «Και, πώς μπορεί κανείς να τις προσεγγίσει;…»
Όπως
πάντα συμβαίνει –και σας καλώ να το θυμάστε αυτό, αν μου το επιτρέπετε–
αν και όταν ενδιαφέρεσαι στ’ αλήθεια για κάτι ώστε να ασχοληθείς σοβαρά,
δηλαδή με λεπτομέρειες, τότε ακόμη και οι αληθινοί ορισμοί που καλείσαι
να δώσεις για να κατανοήσεις καλύτερα τη φύση των θεμάτων ή των
ζητημάτων, την ουσία τους δηλαδή, υποδεικνύουν, όπως ίσως ήδη βλέπετε,
και τις προσεγγίσεις….
Τί άλλο να σας πω, τα είπα όλα…
Τί συμβουλές θα δίνατε στους επίδοξους ερευνητές του μέλλοντος;
Υπάρχει το κατάλληλο πεδίο έρευνας στην Ελλάδα; Και από πού θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς;
Επίσης, είναι απαραίτητο κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο;…
Δυστυχώς, δεν είμαι σε θέση να δώσω άμεσα καμία αληθινά χρήσιμη συμβουλή (παρ’ όλο που πολύ θα το ήθελα)…
Ή, από την άλλη, θα μπορούσα ίσως να δώσω τόσες πολλές που δεν θα αποτελούσαν πλέον συμβουλές αλλά μια…λεπτομερή ξενάγηση.
Τί
νόημα θα είχε, όμως, αν εγώ ξεναγούσα κάποιον εξερευνητή στην
εξερεύνησή του, στερώντας τον έτσι από τις δικές του ανακαλύψεις;…
(Άλλωστε,
ακόμη κι έτσι, αν ένας τέτοιος ήταν αληθινά σε θέση να με ακολουθήσει, ή
να ακολουθήσει αυτά που θα του καταδείξω, νομίζω ότι θα ήταν ήδη εκεί
από μόνος του, δεν θα χρειαζόταν εμένα…)
Το κίνητρο γι’ αυτές τις
εξερευνήσεις, που τόσο μακριά οδηγούν, είναι το μυστήριο, η περιπέτεια
της ανακάλυψης, η λύση του παζλ, η αναμέτρηση με το αίνιγμα, η προσωπική
εξερεύνηση, η ηρωική υπέρβαση όλων των δυσκολιών. Ένας άθλος!
Αυτή η περιπέτεια είναι αυτό που ξεχωρίζει τον εξερευνητή από τους υπόλοιπους ανθρώπους, αυτή η διάκριση.
Είδα
στη ζωή μου μέχρι τώρα, ότι καμία πόρτα δεν είναι κλειδωμένη γι’ αυτούς
που θέλουν στ’ αλήθεια να πάνε ως εκεί που βρίσκεται η πόρτα για να την
ανοίξουν. Διαπίστωσα ότι ισχύει σε εκπληκτικό βαθμό η ρήση «Κρούετε και
θα σας Ανοιχθεί», είναι πολύ αληθινή…
Οτιδήποτε έχω γράψει ποτέ
μου, θα μπορούσε, κατά κάποιο τρόπο, να είναι τέτοιες ειδικές συμβουλές
από μένα, σύμφωνα με αυτά που εγώ έχω βιώσει στην ανάλογη δική μου
προσπάθεια. Αν θέλετε, διαβάστε τα.
Νομίζω ότι θέλετε να
ξεμπερδεύετε με δυο-τρεις παραγράφους, εσείς που σκύψατε πάνω από αυτήν
εδώ τη σελίδα, ενώ πρέπει να διαβάσετε μερικά βιβλία και έντυπα, κλπ,
δεν λέγονται με λίγα λόγια αυτά τα πράγματα, και, αν δεν το κάνει
κάποιος αυτό, αν εγώ μπορώ παρ’ όλα αυτά να τα πω με λίγα λόγια, δεν θα
είναι παρά ένα trailer, και θα πρέπει κανείς έτσι κι αλλιώς να δει την
ταινία, αν είναι άνθρωπος που ενδιαφέρεται για το Cinema (η λέξη
σημαίνει Κίνημα). Και οι σκηνοθέτες φτιάχνουν ταινίες, όχι trailers,
διότι αυτά τα κάνουν οι διαφημιστές.............
Ξέρετε κάτι;
Δεν πρόκειται ούτε για μυστικά ή υποδείξεις, ούτε για «επίδοξες έρευνες
του μέλλοντος». Αυτά τα σπάνια πράγματα για τα οποία ενδιαφέρονται
κάποιοι άνθρωποι, δεν αποτελούν απλά κάποια έρευνα. Είναι ένας ολόκληρος
τρόπος ζωής. Ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης. Είναι ένα μεγάλο Ταξίδι.
Ένας κρυφός κόσμος. Ένας ολόκληρος νέος κόσμος, μια Terra Nova.
Οι
παλιοί χαρτογράφοι, χώριζαν τον κόσμο σε: Terra Firma, Terra Nova,
Terra Incognita. Ήταν: η τελεσίδικα Γνωστή εδραιωμένη και σταθερή Γη / η
Νέα Γη, που μόλις είχε ανακαλυφθεί / και η Άγνωστη Γη, που κανείς δεν
ήξερε τι υπάρχει εκεί, (αλλά υπήρχε η υπόδειξη προς τα πού είναι…)
Τί
μπορεί να πει κανείς σε κάποιον που είναι στην Terra Firma και θέλει να
αποδράσει και να πάει στην Terra Nova, πέρα από το να τού διηγηθεί τους
μύθους της; Αυτοί είναι το «κάλεσμα». Θέλεις να δεις την Terra Nova που
βρήκαν οι εξερευνητές;; Σήκω και πήγαινε στην Terra Nova, έλα να μας
βρεις, και θα δεις…
Προς τα πού είναι η Terra Nova; Νάτη, φαίνεται στον χάρτη, στη δείχνουμε, προς τα εκεί είναι…
Στο ξεκίνημα, βρες τους χάρτες μας, είναι μια καλή αρχή.
Για την Terra Incognita, που την ατενίζουμε μόνο από την Terra Nova, κανείς δεν μπορεί να σου πει τίποτε, είναι άγνωστη.
Προς τα πού είναι η Terra Incognita; Έλα στην Terra Nova να τη δεις…
Είναι παράξενα όλα αυτά;
Το Παράξενο είναι μια γέφυρα ανάμεσα στο Οικείο και στο Ξένο, ανάμεσα στο Γνωστό και στο Άγνωστο. Μια Terra Nova.
Συμβουλή πιο χρήσιμη και με λιγότερα λόγια, δεν υπάρχει, νομίζω, πέρα από αυτήν.
Το μεγάλο μήνυμα ήταν και είναι αυτό: Εξερευνήστε!
Οποιοδήποτε
άλλο μήνυμα, διαπιστώσαμε ότι στην ουσία χάνεται κατά την εκπομπή του,
μέσα από τα παράσιτα και τις διαστρεβλώσεις. Κι έτσι τελικά το μήνυμα
που εκπέμπεται, κατέληξε να είναι αυτό, για να είναι καθαρό:
Εξερευνήστε!
Ποιος είναι ο δρόμος; Μα, για την εξερεύνηση; Δεν υπάρχει δρόμος!
Δεν
υπάρχει πεπατημένη, (ή, και αν υπάρχει από κάποιο σημείο και έπειτα,
δεν μπορείς από εκεί που είσαι τώρα να την περπατήσεις), δεν υπάρχει
δρόμος, αλλιώς δεν θα ήταν εξερεύνηση!
Μπορώ να σας πω ποιος ΔΕΝ είναι ο δρόμος (κάτι είναι κι αυτό).
Όταν
εξερευνείτε και νιώσετε ότι αυτή ήταν όλη κι όλη η εξερεύνηση, ότι την
κάνατε την εξερεύνηση, ότι φτάσατε στον ζητούμενο προορισμό, τότε δεν
είναι αυτός ο δρόμος.
Αν νιώσετε ότι όλα ήταν μάταια, και ότι η εξερεύνηση είναι μάταιη, και χάσετε την ελπίδα σας, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν κάνετε πίσω αποθαρρυμένοι εξαιτίας των εμποδίων, των δυσκολιών, ή των κινδύνων της διαδρομής, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν
ανακαλύψετε ότι δεν αγαπήσατε τελικά τη θέα της διαδρομής, ή ότι δεν
σας αγάπησε αυτή, ότι δεν σας ενθουσιάζει αυτό που βλέπετε ή δεν
ενθουσιάζεται αυτό από εσάς, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Όταν ο δρόμος είναι σκοτεινός, και όλο και πιο σκοτεινός, και όλο και πιο σκοτεινός, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν συναντήσετε διόδια, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Όταν απομακρυνθείτε πολύ και δεν συναντήσετε κανέναν συνταξιδιώτη, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν δεν συναντήσετε τάφους στη μέση του πουθενά, για να αφήσετε λίγα λουλούδια, δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν νιώθετε όλο και πιο πολύ ότι αφήσατε την πατρίδα σας και όχι ότι αναζητάτε την πατρίδα σας, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν
βαδίζοντας τον δρόμο δεν θυμηθείτε έντονα τα τραγούδια που κάποτε
ακούσατε που τραγουδούσαν για τον δρόμο, και δεν πείτε «ναι, αυτό
είναι!», τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν δεν ανακαλύψετε καθ’ οδόν
ότι όλοι οι μύθοι για τον δρόμο έλεγαν την αλήθεια, με τον τρόπο τους,
τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος.
Αν δεν κατανοείτε αυτά μου τα λόγια, τότε δεν είναι αυτός ο δρόμος…
Ο
Τ. Σ. Έλιοτ, έχει γράψει καλειδοσκοπικά, για τον πολύ προσεκτικό
αναγνώστη του, κάτι πολύ όμορφο, αν και αινιγματικό, και πολύ αληθινό :
«Δεν θα σταματήσουμε ποτέ να εξερευνούμε
Και το τέλος όλης μας της εξερεύνησης
Θα είναι να ξαναγυρίσουμε εκεί από όπου είχαμε αρχίσει
Και να γνωρίσουμε τον τόπο για πρώτη φορά…»
Με ρωτάτε: «Υπάρχει το κατάλληλο πεδίο έρευνας στην Ελλάδα;»
Όχι.
Δεν υπάρχει πουθενά.
Το δημιουργούμε εμείς.
Ξανά και ξανά, και πάλι από την αρχή.
(Θυμάμαι
ένα τραγούδι της Yma Sumac, τραγουδούσε ένα τραγούδι των Jivaros, των
κεφαλοκυνηγών του Αμαζονίου, ένας στίχος μιλούσε για την πυκνή ζούγκλα,
μεταφρασμένος από τη διάλεκτο τους: «Open a road one day, and it has
dissapeared the next…»)
«Και από πού θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς;…» αναρωτιέστε.
Ο Τσαρλς Φορτ, τον μνημονεύω πάλι, έλεγε:
«Κάποιος χαράζει έναν κύκλο αρχίζοντας από οποιοδήποτε σημείο…»
«Επίσης, είναι απαραίτητο κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο;…» με ρωτάτε.
Ένα
θεωρητικό υπόβαθρο είναι απαραίτητο για τα πάντα, για όλα τα πράγματα,
πόσο μάλλον για εκείνα τα πράγματα για τα οποία επινοήθηκε το θεωρητικό
υπόβαθρο, για να στηριχθεί κάτι πάνω από την άβυσσο.
Από την άλλη, το υπόβαθρο για την αναζήτηση, δημιουργείται εκ του περισσεύματος της καρδίας.
Μπορεί να λειτουργήσει και ως απλούστατο θεωρητικό υπόβαθρο και η εξής βεβαιότητα: «Τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται».
Αυτό
που ζούμε, εδώ, καθημερινά, δεν είναι αυτό που φαίνεται ότι είναι. Δεν
συμβαίνει αυτό που φαίνεται ότι συμβαίνει. Δεν είμαστε αυτό που
νομίζουμε ότι είμαστε. Ο κόσμος δεν είναι αυτό που φαίνεται…
Όλα έχουν ένα κρυφό νόημα. Μη φοβάστε, μην παραδίνεστε…
Ποιο είναι το ευρύτερο φάσμα μέσα στο οποίο κινείται η θεματολογία των βιβλίων σας;
Α, το φάσμα είναι πολύ μεγάλο, νομίζω…
Έχω
συγγράψει 27 βιβλία μέχρι σήμερα (αν μετρήσω μόνο αυτά που έχουν
εκδοθεί), και πάνω από τρεις χιλιάδες δημοσιευμένα άρθρα… Όπως
καταλαβαίνετε, πρόκειται σίγουρα για μια πολύ φλύαρη απασχόληση!
Και
ας μην υπολογίσω γενικά τα βιβλία και τα περιοδικά που έχω εκδώσει, τα
συλλογικά έργα που έχω συνθέσει, τις ανθολογίες, τις συνεντεύξεις που
έχω πάρει ή έχω δώσει, τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, τις
μεταφράσεις και τις ομιλίες που έχω κάνει, τους εκδοτικούς οίκους που
έχω φτιάξει, τις δραστηριότητες που έχω συντονίσει, τις ιδέες που έχω
αναπτύξει, τους ανθρώπους, και όλα τα άλλα. . . .μού προκαλεί κούραση
μόνο που τα σκέφτομαι… Μου φαίνεται σαν ένα μικρό σύμπαν!
Στη
Μοναδολογία του Λάιμπνιτς, διαβάζουμε ότι το Σύμπαν είναι φτιαγμένο από
άπειρα σύμπαντα, που με τη σειρά τους συμπεριλαμβάνουν το Σύμπαν,
κ.ο.κ., επ’ άπειρον…
(Υπάρχει βέβαια και η λεγόμενη «Συνεκδοχή»: όπου το μέρος λαμβάνεται ως το όλον…)
Εδώ που τα λέμε, μπορεί και να τα ονειρεύτηκα όλα αυτά, να μην έχουν συμβεί στην πραγματικότητα, δεν είμαι και τόσο σίγουρος…
Λοιπόν, με απασχολεί πολύ η φύση της πραγματικότητας.
Ναι, αυτό είναι ένα ευρύ φάσμα που με απασχολεί πολύ στα γραπτά μου.
Επίσης, η μυστική ιστορία των ιδεών, ας το πούμε έτσι.
Αν και το φάσμα της θεματολογίας μου είναι μεγάλο, ίσως υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα πλαίσια που το χαρακτηρίζουν:
Η
φαντασία, η λογοτεχνία μυστηρίων, οι εναλλακτικές κοσμοθεωρίες, η
λογοτεχνία του Παράξενου, η Φιλοσοφία, η Ποίηση, η μελαγχολία ίσως, η
απόδραση –το Escapism, το εξωτικό, οι ζωές των ιδιαίτερων ανθρώπων, ο
μυστικισμός, ο ρομαντισμός, ο σουρεαλισμός, η μαγεία, τα ταξίδια και οι
περιηγήσεις, τα μυστήρια της Γεωγραφίας, ο αισθητισμός, οι
«υποκουλτούρες», οι συνωμοσίες, η εναλλακτική Ιστορία, η Νεομυθολογία, η
γλωσσολογία, οι κώδικες, η Μυστική Γλώσσα των Πουλιών, η Υπέρβαση, η
αναζήτηση του Θεού, το μυστικό νόημα της ζωής, η ίδια η έμπνευση, το
Βασίλειο της ανθρώπινης Καρδιάς.
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, χμ, αρκετά εξειδικευμένα και σπάνια θέματα –ω, και οι ατμόσφαιρες τους…
Πώς θα το χαρακτήριζε κανείς αυτό το, χμ, «φάσμα»; Υπέρυθρο; Υπεριώδες;
Ελπίζω
πάντως να εκπέμπει κάποια ακτινοβολία, να μην περνάει τελείως
απαρατήρητο, (ξέρετε, εμείς οι συγγραφείς δεν έχουμε ικανοποιητική
εικόνα για αυτό που φτιάχνουμε με το όποιο έργο μας, όσο την έχουν οι
αναγνώστες μας…) Και, είναι σίγουρα ένα φάσμα συχνοτήτων, μπορεί μάλιστα
να είναι μία συγκεκριμένη συχνότητα, θα μου άρεσε να είναι έτσι…
Ο C. S. Lewis έγραφε : «Οι άνθρωποι γράφουν γιατί είναι μόνοι, και διαβάζουν για να μην είναι μόνοι…»
Εγώ πάντως, διαβάζω πολύ, και δεν είμαι μόνος μου. Είμαι πολύ ευγνώμων για αυτό…
Πιστεύετε
ότι ο γραπτός λόγος μπορεί να αποδώσει σε ικανοποιητικό βαθμό όσα
βιώνει ο άνθρωπος σε επίπεδο τόσο πνευματικό όσο και πρακτικό;
Ναι, αληθινά το πιστεύω.
Η
ευγενής αποστολή του αληθινού συγγραφέα πρέπει να είναι να βάλει σε
λέξεις το ανείπωτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, να παρατηρήσει το
απαρατήρητο, να περιγράψει το απερίγραπτο, να κατανοήσει το ακατανόητο,
να εξηγήσει το ανεξήγητο, να δικαιώσει το αδικαίωτο, να ελπίσει το
ανέλπιστο, να μιλήσει για λογαριασμό όλων εκείνων των πραγμάτων που δεν
μπορούν να μιλήσουν, να διηγηθεί το ανεκδιήγητο.
Αλλιώς, γιατί να συγγράφει κανείς οτιδήποτε;;
Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος τα καταφέρνει να το κάνει όλο αυτό.
Είναι
φανερό, άλλωστε, ότι εδώ μιλάμε για κάτι που στην εντέλεια δεν θα το
καταφέρει ποτέ κανείς. (Κι ακόμη κι αν το καταφέρει κάπως, κανείς δεν θα
παραδεχθεί ότι το κατάφερε τόσο, πιθανώς ούτε και ο ίδιος).
Ο
αληθινός συγγραφέας είναι αυτός που προσπαθεί με μεγάλη αγωνία και
αφοσίωση να το κάνει όλο αυτό, αλλά δεν τα καταφέρνει, κι όμως το
αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας του είναι πολύ όμορφο και έχει μεγάλο
νόημα για όλους. Πρόκειται δηλαδή για μια πολύ εμπνευσμένη και
συγκινητική αποτυχία…
Είναι μια αίσθηση ότι προσεγγίστηκε κάτι που
δεν θα είχε προσεγγιστεί αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν το προσπαθούσε
με όλη του την ψυχή, ασχέτως αν τελικά ο στόχος δεν επιτεύχθηκε. Είναι η
προσπάθεια που μετράει, που δίνει τη σημασία τους σε όλα τα πράγματα,
και, ευτυχώς, όλες οι μεγάλες σημασίες που ξέρουμε, έχουν δοθεί από τους
συγγραφείς.
Είναι εκείνη η μελαγχολική διαπίστωση –που μας την
προσφέρει το μεγάλο πέρασμα του χρόνου– ότι αν κάτι δεν εξιστορηθεί, αν
δεν το διηγηθεί κανείς, τότε είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Δεν υπήρξε
ποτέ.
Και, αν κάποιος διηγηθεί κάτι πολύ καλά, όσο πιο καλά θα
μπορούσε να το κάνει, τότε αυτό το ίδιο για το οποίο διηγείται, γίνεται
καλό, ό,τι κι αν είναι, και δικαιώνεται έτσι η ομορφιά του κόσμου, η
ψυχή του ανθρώπου.
Οι αληθινοί συγγραφείς, γενικώς, παρατηρούν
πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν τα παρατηρούν, και τα φανερώνουν, κι
αυτή είναι ουσιαστικά η διαφορά τους από τους άλλους ανθρώπους.
Είναι
εκείνοι που εξιστόρησαν κάτι που κανείς άλλος δεν παρατήρησε στην
ιστορία που έζησε, και έδωσαν έτσι μια άλλη διάσταση στα πράγματα, κι
έτσι το κάθε πράγμα είναι ένας μικρός κόσμος, και ο κόσμος μεγαλώνει,
συμπεριλαμβάνει ξαφνικά και τα πράγματα που δεν είχαν αρχικά
συμπεριληφθεί.
Είναι κάτι πολύ συμπονετικό, νομίζω. Δεν είναι
δυνατόν να είσαι συγγραφέας αν δεν είσαι συμπονετικός άνθρωπος, και έτσι
ο συγγραφέας βρίσκεται σε αναζήτηση της αλήθειας, της αληθινής
βαθύτερης αλήθειας (όχι της αλήθειας των λογιστών), από συμπόνια, και
γι’ αυτό λέει πάντα την αλήθεια, ή εμπνέει για την αλήθεια,
αντανακλαστικά, αλλιώς αυτό που γράφει δεν έχει καμία αξία.
Αναγνωρίζουμε ενδόμυχα την ψυχή του κόσμου, μέσα σε αυτά που γράφουν οι
αληθινοί συγγραφείς, που την εκπροσωπούν, και, μέσα σε αυτήν,
αναγνωρίζουμε την ψυχή μας.
Η συγγραφική προσπάθεια, όταν
ευδοκιμεί, είναι μια πολύ συγκινητική προσπάθεια : είναι η ζωή των
ανθρώπων που προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό της, και να τον υπερβεί.
Ο Τσαρλς Φορτ πάλι έγραφε:
«Αν
ακούσεις τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη ζωολογία να μιλάνε για τα
πουλιά πάνω στα δέντρα, θα πρέπει να παραδεχθείς ότι άκουσες τα ίδια τα
πουλιά να μιλούν…»
Υπάρχουν κάποια βιβλία-σταθμοί τα οποία άλλαξαν το πρίσμα της αντίληψης σας σε σχέση με αυτό που καλούμε πραγματικότητα;
Ναι!
Χρωστάω
τη ζωή μου στα βιβλία, δεν θα ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που είμαι, αν δεν
υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι να με λυπηθούν και να γράψουν ώστε να διαβάσω
τα βιβλία τους, τα οποία με άλλαξαν για πάντα και με διαμόρφωσαν…
Η ερώτησή σας μού προκαλεί μεγάλο άγχος, επειδή είμαι πολύ βιβλιόφιλος, δεν ξέρω τι να σας πρωτοπώ…
Είναι
πάρα πολλά αυτά τα «βιβλία-σταθμοί» για μένα, όπως τα χαρακτηρίσατε
(υπονοώντας ένα τραίνο που περνάει από πολλά μέρη, αλλά σταματάει σε
κάποιους σταθμούς…), αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι αμέτρητα :
Τα
βιβλία του Ιουλίου Βερν και του Μαρκ Τουαίην, των αδελφών Γκριμ, του
Έντγκαρ Άλλαν Πόε, του Γκυ Ντε Μωπασάν, του Χ. Τζ. Γουέλς, του Ρόμπερτ
Λουίς Στήβενσον, του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, του Τσαρλς Ντίκενς, του Ομήρου,
του Απουλήιου, των Χιλίων και Μίας Νυχτών, του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, και
μερικών άλλων μεγάλων συγγραφέων, (αλλά και τα κόμικς και οι ταινίες του
Γουώλτ Ντίσνεϋ), όλα αυτά με εξέπληξαν κατά την παιδική μου ηλικία και
μου άνοιξαν μπροστά μου για πρώτη φορά έναν άλλο κόσμο.
Στην
εφηβεία μου, τα βιβλία του Χέρμαν Έσσε, του Νίκου Καζαντζάκη, του Ελιφάς
Λεβί, του Ζεράρ Ντε Νερβάλ, του Ρέη Μπράντμπερυ, του Άρθουρ Κλαρκ, του
Ρόμπερτ Χάινλάιν, του Τομ Ρόμπινς και του Μπόρις Βιαν, του Θήοντορ
Στάρτζεον και του Πάουλ Άντερσον, του Τζακ Κέρουακ, του Χέρμαν Μέλβιλ
και του Ντάνιελ Ντιφόου, η ποίηση του Μπωντλαίρ και του Ρεμπώ, του
Μπάιρον και του Σέλλεϋ, του Καρυωτάκη και του Καββαδία και του
Εμπειρίκου, και κάποιων άλλων ποιητών, ακόμη περισσότερος Έντγκαρ Άλλαν
Πόε, το Νταντά, η ανακάλυψη μου του Σουρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν, ο
Νταλί, τα παράξενα βιβλία του Έριχ Φον Νταίνικεν και του Λόμπσανγκ
Ράμπα, της Μαντάμ Μπλαβάτσκυ και της Ντιόν Φόρτσουν, του Αντώνιου
Πισσάνου, του Τσαρλς Μπέρλιτζ και του Ρομπέρ Σαρού και του Λάιαλ
Γουάτσον, του Φρήντριχ Νίτσε και του Καρλ Γιούνγκ και του Βίλχελμ Ράιχ,
και μερικών άλλων συναρπαστικών συγγραφέων, μού έδωσαν πολύ μεγάλες
εμπνεύσεις και κάποιες κατευθύνσεις, αλλά και μια αισθητική πυξίδα
ατμοσφαιρών. Όπως επίσης και η ιδιαίτερη ροκ και προοδευτική μουσική και
ο φανταστικός κινηματογράφος, που αγαπούσα πολύ.
Ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες!
Μεγαλώνοντας
λίγο ακόμη στη νεότητά μου, ανακάλυψα εμβρόντητος το έργο του Χόρχε
Λουίς Μπόρχες, τον Τόμας Ντε Κουίνσυ και τον Τζ. Κ. Τσέστερτον, τα
καταπληκτικά βιβλία του Κάρλος Καστανέντα που δεν υπάρχουν όμοιά τους,
τον υπέροχο δάσκαλο C. S. Lewis, τα πολυμαθή βιβλία του Κόλιν Γουίλσον,
του Τζων Μισέλ, του Ζακ Βαλλέ, του Ρόμπερτ Τεμπλ, τα βιβλία του Λουί
Πάουελς και του Ζακ Μπερζιέ, τον Άλλαν Χάινεκ, τον Γιώργο Μπαλάνο, τον
Ρόμπερτ Γκρέηβς και το έργο τού Τζ. Φρέηζερ αλλά και της Μάργκαρετ
Μάραιη, τα έργα του Τζούλιους Έβολα, του Λιούις Σπενς, του
Μπάλγουερ-Λύττον, τη φιλοσοφία του Μπέρκλεϋ και του Σοπενχάουερ, και,
ανάμεσα σε όλα αυτά, το καθοριστικό και κομβικό για μένα έργο του Χ. Φ.
Λάβκραφτ.
Από αυτό το τελευταίο, φυσικά, αμέσως οδηγήθηκα στον
Όγκαστ Ντέρλεθ, τον Κλαρκ Άστον Σμιθ, τον Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ, τον Φριτς
Λάιμπερ, και όλους τους άλλους συγγραφείς αυτού του κύκλου και τα έργα
τους, και στις καταπληκτικές καταβολές του: στα αγαπημένα μου έργα του
Άρθουρ Μάχεν, του Άλτζερνον Μπλάκγουντ, του Λόρδου Ντάνσανυ, του
Άμπροουζ Μπηρς, του Ρόμπερτ Γ. Τσέημπερς, του Γουίλιαμ Χόουπ Χόντζσον,
του Μ. Ρ. Τζέημς, και μερικών άλλων πάρα πολύ ιδιόμορφων συγγραφέων.
Επίσης,
σταδιακά ανακάλυψα τον Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, τα παράξενα βιβλία του
Άλιστερ Κρόουλυ, τον Α. Ε. Γουέητ, τον Παράκελσο, τον Κορνήλιο Αγρίππα,
μεταξύ άλλων, αλλά και το έργο του Τζούλιους Έβολα, τον Νίκολας Ρόεριχ,
τον Ουμπέρτο Έκο, τον Μάρσαλ Μακλούαν και τον Κορζύμπσκι και τον
Μπακμίνστερ Φούλερ, τον Γουίλιαμ Μπάρροουζ, τον Απολλιναίρ και τον
Λωτρεαμόν, τον Φερνάντο Πεσόα, την ποίηση του Γουίλιαμ Μπλέηκ και του
Μίλτον, του Σ. Τ. Κόλλεριτζ και του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ, (μεταξύ
άλλων μεγάλων ποιητών που αγάπησα), τις συγγραφές του Φώτη Κόντογλου,
τον Χιούγκο Πραττ, τον Ε. Τ. Α. Χόφφμαν, τον Βιλιέ Ντε Λιλ Αντάμ, τον
ΑΕ, τον Λοχαγό Μπέρτον, τον Συνταγματάρχη Τσέρτσγουορντ, τον Ιγνάτιο
Ντόνελυ, τον Μπρίνσλεϋ Λε Πόερ Τρεντς, τον Αντρίγια Πουχάριτς, τον
Τζόρνταν Μάξγουελ, τον Τζων Λήαρ, τον Μπιλ Κούπερ, τον Τζωρτζ Αντάμσκι,
τον Ιωάννη Φουράκη, τον Ρέημοντ Μπέρναρντ, και μερικούς άλλους πολύ
ιδιαίτερους συγγραφείς και βιβλία. Και βέβαια ξεχώρισα πολύ τον Φίλιπ Κ.
Ντικ. Αλλά και τον Τζ. Μπάλλαρντ, τον Κλάιβ Μπάρκερ, τον Χάντερ Σ.
Τόμπσον, και τα σημαντικά για μένα βιβλία του Ρόμπερτ Άντον Γουίλσον.
Τώρα
που τα επισημαίνω όλα αυτά, αναπολώ με θαυμασμό το έργο του Τσαρλς
Φορτ, τα καταπληκτικά βιβλία του Τζων Κηλ, τον Ρίτσαρντ Σέηβερ και τον
Ρέη Πάλμερ, τον Τ. C. Lethbridge, τον George Hunt Williamson, τον Iain
Sinclair, τον Joscelyn Godwin, και τόσους άλλους, πολλούς άλλους
συγγραφείς για τους οποίους νιώθω δέος και δεν θέλω να γίνω κουραστικός
με μια τεράστια λίστα εδώ.
Και, τελικά, επίσης ξεχωρίζω και
μερικές δεκάδες πάρα πολύ διαφωτιστικών για μένα βιβλίων και συγγραφέων,
πολύ συναρπαστικά για μένα πράγματα που δεν τα αναφέρω τώρα εδώ επειδή
είναι πολύ εξειδικευμένα, και στα οποία ουσιαστικά οδηγήθηκα μέσα από
όλους τους παραπάνω διαδρόμους μέχρι σήμερα...
Όλοι αυτοί οι
συγγραφείς και τα βιβλία τους, ο καθένας και το καθένα με τον τρόπο του,
σταδιακά μού άλλαξαν και καθοριστικά μού διαμόρφωσαν το πρίσμα με το
οποίο αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα... Τους χρωστώ τα πάντα.
Συνεχίζω να ατενίζω το μυστικό σύμπαν των βιβλίων ως νεόφυτος.
Έχω
μια μεγάλη βιβλιοθήκη (για την οποία έχω ξοδέψει μάλλον μια περιουσία
μέσα στα χρόνια), που ποτέ δεν με ικανοποιεί αρκετά και συνεχώς προσπαθώ
να την επεκτείνω, να μάθω περισσότερα για βιβλία που δεν γνωρίζω ή που
ονειρεύομαι να τα αποκτήσω κάποτε. (Επίσης, μοιράζομαι τα βιβλία με τους
φίλους μου, με τον αγαπημένο μου άνθρωπο).
Γράφω από πολύ μικρό
παιδί, από επτά-οκτώ χρονών, και, ακόμη και μέχρι σήμερα, σαράντα χρόνια
αργότερα, δυστυχώς νιώθω ότι δεν έχω γράψει ούτε τα μισά από όσα θα
ήθελα να έχω γράψει και που θέλω να συγγράψω. Είμαι αδιόρθωτος…
Γνωρίζουμε
ότι είχατε στενές σχέσεις με τον εκλιπόντα συγγραφέα-ερευνητή Ιωάννη Π.
Φουράκη. Θα θέλατε να μοιραστείτε κάποιες κοινές σας εμπειρίες;
Ο
Γιάννης Φουράκης υπήρξε πολύ καλός μου φίλος, και δάσκαλός μου, αλλά
και κουμπάρος μου! Τον αγαπούσα και τον αγαπώ πολύ. (Και τον ίδιο και
την οικογένειά του, την τόσο αξιόλογη σύζυγό του τη Μάρω και τον γιό του
τον Τάλω τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα...)
Ήμουν πολύ τυχερός που τον
γνώρισα τον Γιάννη, και χάρηκα τόσο την παρέα του. Μου έχει λείψει πάρα
πολύ! Η απώλειά του ήταν πρόωρη και άδικη. Και είχε τόσα πολλά να
προσφέρει ακόμη.
Ήταν ένας πολύ ευγενής άνθρωπος, τζέντλεμαν,
εντιμότατος και αιθεροβάμων, σεμνός και με πολύ χιούμορ, τολμηρότατος.
Και ένας πολύ στοργικός φίλος, άνδρας ιδιαίτερης σοφίας, πολυμαθέστατος,
εξαιρετικά εμπνευσμένος και διορατικός, ικανότατος μελετητής, συχνά με
εκκεντρικές ή αιρετικές απόψεις. (Καταλαβαίνω ότι για κάποιους ήταν
αμφιλεγόμενος, όπως όλοι οι αληθινά ιδιαίτεροι άνθρωποι...)
Επηρέασε
πάρα πολλούς ανθρώπους, και το συγγραφικό έργο του –αλλά και η
προσωπικότητά του– άσκησε κάποια πολύ μεγάλη επιρροή, και από κανέναν
απ’ όσους τον γνώρισαν προσωπικά δεν πέρασε απαρατήρητος, νομίζω ότι
όλοι τον ξεχώριζαν και τον εκτιμούσαν ως πολύ αξιόλογο, ασχέτως αν
συμφωνούσαν μαζί του ή όχι σε κάτι. Όταν κάποιος γνώριζε έστω λίγο τον
Γιάννη Φουράκη από κοντά, θα τον θυμόταν για πάντα.
Είχε πάρα
πολλούς φίλους (και αναλόγως λίγους εχθρούς, παραδόξως), αλλά και ένα
τεράστιο δίκτυο γνωριμιών, με ένα πλήθος αξιόλογων ανθρώπων.
Εκπλησσόμουν πάντοτε από τις γνωριμίες του, ήξερε τους πάντες! (Και,
φυσικά, ήξερε και πάρα πολλά πράγματα από τους πάντες, και ήταν και
συνεχής αποδέκτης πολλών σημαντικών πληροφοριών από το δίκτυο αυτό των
γνωριμιών του).
Ξέρετε, οι άνθρωποι που έχουν τόσες πολλές
γνωριμίες, συνήθως είτε είναι άνθρωποι πλούσιοι ή κάτοχοι υψηλών πόστων
στην κοινωνία, τύποι που όλοι έχουν κάποιο συμφέρον να τους γνωρίζουν,
είτε αυτό συμβαίνει από ή για επαγγελματικούς λόγους, είτε πρόκειται για
τυχοδιώκτες που «χτίζουν» ένα τέτοιο δίκτυο πολύ επιτηδευμένα,
αποσκοπώντας επίσης σε πολλά υλικά συμφέροντα.
Ο Γιάννης Φουράκης ήταν ένας φτωχός συγγραφέας, δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά.
Είχε
τόσες πολλές γνωριμίες και τόσους πολλούς φίλους ακριβώς επειδή ήταν
πολύ καλός άνθρωπος, αγνός και φανερά αγαθών προθέσεων, εξαιρετικά
συμπαθής, ευγενής, γοητευτική προσωπικότητα και τόσο αξιόλογος,
ιδεολόγος, κινητικός, ενθουσιώδης, με συναρπαστικές ιδέες και γνώσεις,
αλλά και τολμηρότατος (νομίζω ότι συχνά είχε ψυχολογία δημοσιογράφου, αν
και πολύ συχνά περνούσε για καθηγητής), μπορούσε να αναμιχθεί
οπουδήποτε και να συνδιαλεχθεί με οποιονδήποτε.
Έτσι τον
γνώρισα κι εγώ, γύρω στο 1994, και γίναμε αμέσως πολύ φίλοι (και
παραμείναμε φίλοι για 17 χρόνια). (Εγώ ζω στη Θεσσαλονίκη, αλλά εκείνη
την εποχή ζούσα για κάποιο καιρό στην Αθήνα). Είχαμε ενθουσιαστεί ο ένας
με τον άλλον!
Όταν συναντηθήκαμε και γνωριστήκαμε, σχεδόν αμέσως
πήγαμε στο σπίτι του, στο γραφείο του, και συζητούσαμε ασταμάτητα για 48
ώρες! Αν θέλετε το πιστεύετε, είναι αλήθεια! Και, μάλιστα, κάναμε ένα
διάλειμμα 24 ωρών και μετά συνεχίσαμε τις συζητήσεις μας για άλλες 48
ώρες!...
Από αυτές και άλλες συζητήσεις μας εκείνη την εποχή,
προέκυψε και η πρώτη μεγάλη συνέντευξη που τού είχα πάρει και είχα
παρουσιάσει, η οποία τότε είχε συζητηθεί πάρα πολύ (τόσο πολύ που η
επιρροή της ταξιδεύει ακόμη και σήμερα), που τελικά ήταν απλά η εισαγωγή
για αρκετές άλλες μεγάλες συνεντεύξεις μας μέσα στα χρόνια, οι οποίες
εισήγαγαν ένα σωρό νέα μυστηριώδη θέματα και ζητήματα σε κάποιους
χώρους. (Τι να λέμε τώρα...)
Έχω πολλές κασέτες με ηχογραφημένες
συζητήσεις μας, συχνά ηχογραφούσα τις πολύωρες συζητήσεις μας, μέσα στα
χρόνια, κυρίως διότι ο Γιάννης Φουράκης έθιγε ένα σωρό ενδιαφέροντα
θέματα, στα οποία συνεχώς τον παρέσερνα ή παρασυρόταν από μόνος του,
αλλά μετά συνήθως αρνιόταν να γράψει για αυτά! Κι έτσι καθόμουν εγώ και
τα έγραφα για λογαριασμό του, κάνοντας την απομαγνητοφώνηση των κασετών
με τις συζητήσεις μας. Μετά, για πολλά από αυτά αρνιόταν να
δημοσιευτούν, για διάφορους λόγους, κι εγώ βρισκόμουν να τον παρακαλώ
για το ένα ή για το άλλο κομμάτι της συζήτησης, προσφέροντας
εναλλακτικές εκδοχές του για να τού αλλάξω γνώμη, πράγμα που συχνά
κατάφερνα.
Ο Φουράκης είχε μια απόλυτη συνείδηση για του τι μπορούσε
να λεχθεί δημοσίως και τι όχι, και γιατί. Εγώ κυριολεκτικά έβγαινα από
τα ρούχα μου, διότι τα πράγματα που συνήθως αρνιόταν να ειπωθούν ή να
επαναληφθούν εκτός του ιδιωτικού μας χώρου, ήταν ακριβώς αυτά που με
ενθουσίαζαν περισσότερο! Και ήξερα ότι ήταν αυτά που θα ενθουσίαζαν και
όλους όσους ενδιαφέρονταν για αυτά τα θέματα. Τον Γιάννη δεν τον
ενδιέφερε, είχε νοοτροπία μύστη...
Ομολογουμένως, έτσι διασώθηκαν οι
πιο παράξενες ιστορίες, από την επιμονή μου, (κι ακόμη και όταν κάποιοι
επικριτές του τον χλεύαζαν για αυτές, ήμουν εγώ στην ουσία ο υπαίτιος, ο
ίδιος δεν ήθελε να λέγονται κάποια πράγματα. Και φυσικά πολλά ήταν αυτά
που δεν εκτέθηκαν ποτέ…)
Ο Γιάννης μού έμαθε αρκετά
ενδιαφέροντα πράγματα, και ελπίζω ότι αυτό σε ένα βαθμό ήταν αμοιβαίο,
οι επαφές μας πάντα έμοιαζαν με καταιγισμό πληροφοριών και γνώσεων,
ιδεών και ιστοριών. Μερικές φορές ξεχνούσαμε ακόμη κι εμείς ποιος από
τους δύο είχε καταδείξει μια προσέγγιση σε κάτι που μας ενδιέφερε, την
οποία μετά χρησιμοποιούσαμε. Βρισκόμασταν πάντα σε αρκετή σύνδεση και
καταλαβαινόμασταν αρκετά καλά μεταξύ μας, και μού άρεσε πολύ το γεγονός
του ότι, ούτε αυτός ούτε εγώ, δεν ήμασταν αυστηροί, σε τίποτε. Δίναμε
πάντα ο ένας στον άλλον μια μεγάλη άνεση και μεγάλη γκάμα ερμηνειών,
επιχειρημάτων, διασυνδέσεων, συμπερασμάτων.
Μας άρεσε να πηδάμε από
θέμα σε θέμα, ή έτσι φαινόταν για κάποιον που μάς άκουγε, ενώ εμείς
ξέραμε ότι στην ουσία μιλούσαμε για το ίδιο θέμα…
Επίσης, ο
Γιάννης είχε κάποιες φορές την παράξενη συνήθεια αργότερα να αρνιέται
ότι είχε πει κάτι ή υπονοήσει κάτι ή καταδείξει κάτι. Αν ήσουν άνθρωπος
της εμπιστοσύνης του ή της εκτίμησής του, μερικές φορές σου έλεγε μία
σειρά από σημαντικά υπονοούμενα, με τα οποία χοροπηδούσες από
ενδιαφέρον, τα συζητούσατε λίγο, έπειτα τα διερευνούσες λίγο μόνος σου,
έπειτα επέστρεφες να τον ρωτήσεις κάτι για το ζήτημα, κι εκείνος ξαφνικά
αρνιόταν ότι είχε πει οτιδήποτε, αρνιόταν την ύπαρξη της συζήτησης!
«Είπα εγώ τέτοιο πράγμα; Λάθος κάνεις, δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτό…» έλεγε
με το πιο αθώο ύφος του κόσμου, σε σημείο να σκέφτεσαι ότι είχε πάθει
αμνησία. Είχε απλά αλλάξει γνώμη που το είχε εκθέσει αυτό το ζήτημα –σε
μερικά πολύ εξειδικευμένα πράγματα ήταν ένας δύστροπος μυστικιστής…
Ο
Γιάννης Φουράκης, ο οποίος ήταν τέρας μορφώσεως, είχε, προς τιμήν του,
μορφωθεί από μόνος του (όπως όλοι οι αληθινά μορφωμένοι άνθρωποι), σε
πολύ δύσκολες εποχές, με μεγάλες θυσίες και αυταπάρνηση.
Είχε μία από τις πιο ιδιαίτερες μεγάλες βιβλιοθήκες ελληνικών βιβλίων που ξέρω, τα οποία τα γνώριζε όλα σχεδόν απ’ έξω.
Επίσης,
η γνώση και η εποπτεία του πάνω στην αρχαία ελληνική γραμματεία, ήταν
αξιοζήλευτη, αλλά και ταυτόχρονα πολύ εμπνευσμένη. (Είχε μάλιστα το
χάρισμα να σε κάνει να ενδιαφερθείς ακόμη και για κάποιο αρχαίο
απόσπασμα, το οποίο εκ πρώτης όψεως ήταν φαινομενικά αδιάφορο…)
Είχε,
επίσης, γνώσεις γλωσσολογίας και ετυμολογίας πάνω στην ελληνική γλώσσα,
και ήταν εντυπωσιακός γνώστης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και
θρησκείας, των αρχαίων ελληνικών μυστηρίων και ιερατικών μυστικισμών,
και των συμβολισμών.
Ήταν ιστοριοδίφης και ικανότατος ιστορικός
μελετητής, όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας Ιστορίας.
Επίσης, γνώριζε διεξοδικά (και με τα παρασκήνιά της) όλη τη νεότερη
πολιτική Ιστορία.
Ο Γιάννης ήταν θιασώτης πολλών ιδιαιτέρως
εκκεντρικών απόψεων, τις οποίες είχε την ικανότητα να συνδυάζει. Φυσικά,
πάντα συνδυασμούς απόψεων μεγάλου ειδικού ενδιαφέροντος.
Για
παράδειγμα, μερικές φορές τον εντόπισα να συνδυάζει μεταξύ τους απόψεις
του Ντέηβιντ Άηκ, του Πλούταρχου, του Ρόμπερτ Τεμπλ, του Τζων Λήαρ, του
Στράβωνα, του Γκράχαμ Χάνκοκ, του Πλάτωνα, του Συρέ, και του Τζέτζη! Ο
τελικός συνδυασμός αυτών των απόψεων, για παράδειγμα –που μόνο κάποιος
σαν τον Φουράκη θα μπορούσε να διακρίνει πώς συνδυάζονται– τον οδηγούσε
σε κάποιο πολύ πρωτότυπο συμπέρασμα και σε μια πάντα αξιομνημόνευτη
άποψη η οποία είχε πλέον το ολόδικό του στίγμα, το «Φουράκειο Ίχνος», ας
το πούμε έτσι…
Αγαπούσε πάρα πολύ την Ελλάδα και τους Έλληνες, στους οποίους απέδιδε ένα ιδιαίτερο πεπρωμένο και μια θεϊκή καταγωγή.
Ως
γνωστόν, ήταν και ένας εμβριθής και λεπτομερής συνωμοσιολόγος,
(μπορούμε να πούμε μάλιστα ότι ξεκίνησε τη δική του ιδιαίτερη
συνωμοσιολογική σχολή σκέψης και οπτικής), σαφέστατα ο πιο ενδιαφέροντας
Έλληνας συνωμοσιολόγος (κατά τη γνώμη μου, όλοι οι άλλοι, κυρίως
ερασιτέχνες, έχουν αντιγράψει απλά τον Φουράκη ή απλώς έχουν επηρεαστεί
από αυτόν). Έκανε και τα λάθη του, αλλά και ποιος δεν τα κάνει;
Παρακολουθούσε
στενά τη διεθνή ειδησεογραφία, και είχε τη διόραση, την πληροφόρηση ή
την ικανότητα να συνδυάζει κάποιες ειδήσεις μεταξύ τους, με
αποκαλυπτικούς συνδυασμούς, με μεθόδους και μανούβρες πού ήταν πολύ
χαρακτηριστικές του, που, όποιος τις παρακολουθούσε, μετά κολλούσε και
τις χρησιμοποιούσε και αυτός…
Ο Γιάννης Φουράκης ήταν μια ολόκληρη μυστική υπηρεσία πληροφοριών από μόνος του!...
Να
αναφέρω ότι στο παρελθόν υπήρξε δημοσιογράφος, είχε πολλές γνώσεις
δικονομίας (από τα δεκάδες δικαστήρια που τού είχαν κάνει) και νομικής,
εκκλησιαστικές και θεολογικές γνώσεις (ακόμη και Μοναχισμού), τον
ενδιέφερε πολύ η αστρονομία και η ουρανογραφία, το Εξωγήινο ζήτημα,
ασχολούταν πολύ με τη φυσιογνωμική και με κάθε είδους τυπολογία, με την
φυλετική, με την ανθρωπολογία αλλά και με τις Παραδόσεις, και γνώριζε
πολύ καλά οτιδήποτε είχε σχέση με την αγαπημένη πατρίδα του, την Κρήτη.
Ξέρετε,
εμένα προσωπικά δεν με ενδιέφεραν τόσο πολύ όλες μα όλες οι ιδέες του ή
όλες οι πεποιθήσεις του, δεν ταυτιζόμασταν στα πάντα, με ενδιέφερε πολύ
ο ίδιος, ως άνθρωπος, ως προσωπικότητα. Σίγουρα έμαθα πολλά από αυτόν,
αλλά αγάπησα τον ίδιο τον άνδρα. Ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος και
εξαιρετικός άνθρωπος και εξαιρετικός φίλος. Τώρα που γράφω γι’ αυτόν,
νιώθω το φάντασμά του να στέκει δίπλα μου και να με περιπαίζει, όπως
συχνά έκανε.
Ένα από τα πράγματα που μου έχουν μείνει πάρα πολύ
έντονα από τις παραινέσεις του προς εμένα, (προσπαθούσε πάντα να
ενθαρρύνει τον άλλον να διορθώσει τα ελαττώματά του), ήταν το εξής:
Μερικές
φορές απορούσα π.χ. για κάποιον άνθρωπο που καταλάβαινε άλλα αντ’
άλλων, ή για τα κίνητρα κάποιου ή τις αντιδράσεις του, ή για κάτι που το
έβρισκα αδικαιολόγητο από κάποιον, ή κάτι παρόμοιο. Και ο Γιάννης, με
ένα τελείως αγαθό και απλοϊκό ύφος, και με έναν πατρικό τόνο στη φωνή,
μού έλεγε:
«Μα, Παντελή, μην περιμένεις οι άλλοι άνθρωποι να σκέφτονται όπως εσύ!...»
Είναι σαν να τον ακούω τώρα να μου το λέει, μού το έλεγε συχνά.
Όσο
απλό κι αν σας φαίνεται, για μένα ήταν σημαντικό, ο Γιάννης είχε –π.χ.
σ’ αυτήν την περίπτωση, αλλά και σε άλλες– εντοπίσει ένα συχνό σφάλμα
στην αντίληψή μου, με πολλές προεκτάσεις... Περνάς όλη σου τη ζωή
σκεπτόμενος όπως εσύ σκέφτεσαι, κατανοείς τον κόσμο σύμφωνα με τη δική
σου οπτική –η κρίση σου συχνά είναι μόνο δική σου. (Αλλά το ίδιο
συμβαίνει και με όλους τους άλλους ανθρώπους…) Και ξεχνιέσαι,
παρασύρεσαι, είναι φορές που ασυνείδητα νομίζεις ότι όλοι έχουν την ίδια
οπτική, έστω περίπου, ότι σκέφτονται όπως εσύ, ότι, τα πράγματα που
κάνουν ή λένε, έχουν το ίδιο νόημα γι’ αυτούς με το νόημα που εσύ τους
αποδίδεις, ότι μπορούν να κρίνουν ή να κριθούν σύμφωνα με τη δική σου
κρίση…
Δεν είναι θέμα κατανόησης, μπορεί εσύ να κατανοείς καλύτερα,
να σκέφτεσαι όντως το σωστό, να κοιτάς βαθύτερα, να γνωρίζεις
περισσότερα, κλπ. Δεν έχει τόση σημασία αυτό, διότι: Είναι θέμα
δικαιοσύνης, ηθικής. Και, επίσης, είναι θέμα αντιληπτικό, είναι θέμα της
πληρέστερης λειτουργίας της αντίληψης, της καλύτερης κατανόησης τού τι
ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο, στους ανθρώπους. (Αλλά και ορθής κρίσης.
Δεν μπορείς να κρίνεις έναν άνθρωπο εκ του προχείρου). Αλλά και είναι
και ζήτημα προσδοκιών. Έχεις την ανόητη προσδοκία να είναι τα πράγματα
όπως εσύ νομίζεις ότι είναι ή ότι μπορούν να είναι, και απογοητεύεσαι
από αυτά ή εναντιώνεσαι σε αυτά αν τελικά δεν είναι, (ενώ τα πράγματα
ούτε καν γνωρίζουν αυτή σου την προσδοκία). Ακόμη χειρότερα, είναι ακόμη
πιο ανόητο ή και αλαζονικό, σε αυτήν την περίπτωση: κάνεις την ανοησία
να νομίζεις ότι…εσύ είσαι τα πράγματα, μόνο! (Ναι, σίγουρα ναι, εσύ
είσαι τα πράγματα! Αλλά ξεχνάς ότι και ο άλλος είναι επίσης τα πράγματα!
Το ίδιο ισχύει και για τον άλλον, μέσα του... Ναι, όλα είναι μέσα σου,
ΟΚ. Αλλά θα είναι σωστότερο να λέμε ότι όλα είναι μέσα…μας, και να μην
ξεχνάς αυτό το παράδοξο γεγονός που είναι η αλήθεια). Έτσι, μπορεί ο
άλλος να καταλαβαίνει άλλα αντ’ άλλων, όμως κάνει αυτό που τελικά κάνεις
κι εσύ…
Κι έρχεται ο Γιάννης, τού παραπονιέσαι, διαμαρτύρεσαι,
ενίστασαι, περιμένεις να σε δικαιώσει, χαμογελάει αγαθά, και με
καθησυχαστικό και διδακτικό ύφος σού λέει: «Μα, Παντελή, μην περιμένεις
οι άλλοι άνθρωποι να σκέφτονται όπως εσύ!...»
Φυσικά, δεν μου έλεγε ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν σκέφτονται όπως εγώ, κάτι που ήδη γνώριζα. Μου έλεγε να…μην το περιμένω.
O
Φουράκης είχε μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλους ανθρώπους της
ιδιότητάς του. Σε άκουγε. Ήταν ένας ομιλητικός τύπος, αλλά καθόταν να σε
ακούσει, σε άφηνε να μιλήσεις και σε άκουγε προσεκτικά –ακόμη και αν
δεν σε γνώριζε. Καθώς εσύ μιλούσες, σε παρατηρούσε, καταλάβαινε πράγματα
για σένα, και μπορούσε έτσι να σε ψυχαναλύσει, κατά κάποιο τρόπο, να σε
«διαβάσει». Μετά ζύγιζε αυτά που μπορούσε ή ήθελε να σου πει.
Μπορούσε
να σε συμβουλεύσει. Είχε και την ικανότητα να σε διορθώσει ηθικά, με
γλυκό τρόπο, χωρίς να το πάρεις στραβά. Επίσης, δεν δίσταζε να πει «δεν
ξέρω», «δεν το γνωρίζω αυτό», (είναι μια αρετή αυτό), και περίμενε από
σένα να τον ενημερώσεις, να τού δείξεις. Ήταν διαλεκτικός τύπος. Επίσης,
συχνά σου υποδείκνυε κάτι, ανάλογα με το ενδιαφέρον που έδειχνες, και
απαιτούσε από σένα να το ψάξεις ο ίδιος, και απέφευγε να σου πει
περισσότερα, το έκανε τη δεύτερη φορά αν τού το έθιγες πάλι. Έκανε
ωραίες ερωτήσεις. Σε προσέγγιζε με πράο τρόπο, κυκλωτικά, δεν ήταν
γραμμικός τύπος. Και, μπορούσε να σου διδάξει κάτι χωρίς να το
καταλάβεις ότι σου διδάσκει κάτι.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι
ιερέας, ψυχολόγος, σύμβουλος γάμου (κατέκρινε έντονα τα διαζύγια), καλός
δικαστής, παιδαγωγός, κοινωνικός λειτουργός.
Ο Γιάννης Φουράκης, παρ’ όλο που δεν τού αναγνωρίζεται, ήταν ένας πολύ καλός Σημειολόγος.
Επίσης,
ένας προωθημένος συγκριτιστής. Ένας ριζοσπαστικός της εναλλακτικής
σκέψης, ένας φιλόσοφος περίπου όπως οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Ένας
οραματιστής. Ένας αρχαιοδίφης και μυθολόγος, ακόμη και μύστης.
Ουσιαστικά ήταν ένας αναλυτής, όχι απλά «ερευνητής».
Όλα
μα όλα αυτά που λέω εδώ για τις ιδιότητες και τις ικανότητές του, δεν
τα γνωρίζω απλά «για» αυτόν, αλλά τα γνωρίζω εμπεριστατωμένα εγώ ο ίδιος
μέσα από τη φιλία μας και τις προσωπικές μου εμπειρίες μαζί του, και τα
έχω διακρίνει ξεκάθαρα μέσα στα χρόνια της επαφής μας. Και τα καταθέτω,
βιογραφικά.
Στους τελευταίους μήνες της ζωής του έγραφε, μεταξύ
άλλων, ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ευλογημένη Φτώχεια»,
στην ουσία την αυτοβιογραφία του. Τα κεφάλαια που ήδη είχε γράψει, μού
τα είχε διαβάσει ο ίδιος, και σε αυτά διηγούταν την ιστορία των προγόνων
του στην Κρήτη και ένα μέρος της παιδικής του ηλικίας. Ήταν μια
συγκινητική αφήγηση, αρκετά λογοτεχνική, (όχι με τη συνηθισμένη
χαρακτηριστική γλώσσα και ύφος που χρησιμοποιούσε στα βιβλία του),
γοητευτική και διδακτική. Είναι μεγάλο κρίμα που δεν πρόλαβε να το
ολοκληρώσει.
Ο τίτλος «Ευλογημένη Φτώχεια» οφειλόταν στην πεποίθησή
του ότι, αν δεν ήταν φτωχός, (και, αυτό έλεγε συχνά στην οικογένειά του
όταν τού παραπονιόντουσαν), δεν θα ήταν αξιοπρεπής, ηθικός και έντιμος,
οραματιστής, δεν θα είχε μελετήσει και δεν θα ερευνούσε και δεν θα είχε
γράψει τα βιβλία του και δεν θα είχε ασχοληθεί με όλα εκείνα τα πράγματα
για τα οποία τον διατηρούμε στη μνήμη μας, αλλά θα ασχολούταν συνέχεια
με τις ανέσεις του και με τον υλισμό, θα ξόδευε τον χρόνο του σε ταξίδια
και σε διασκεδάσεις και σε ευτελή πράγματα και ζητήματα…
Πίστευε ότι
σχεδόν όλα στην ζωή είναι καθορισμένα από πριν, ότι υπάρχει Πεπρωμένο,
ότι η ζωή μας βρίσκεται υπό έλεγχο από ανώτερες δυνάμεις.
Τη γνωστή φράση «Έχουν γνώση οι Φύλακες» θα μπορούσε να την είχε πει ο Γιάννης Φουράκης. Ήταν μια πολύ στέρεα πεποίθησή του.
Νομίζω
ότι, σύμφωνα με την εποπτεία μου, η πιο συχνή και χαρακτηριστική από
τις πεποιθήσεις του ήταν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται… Και ότι υπήρχε
διακριτή σύνδεση μεταξύ της αρχαίας Ιστορίας και της σύγχρονης, την
οποία ο ίδιος διέκρινε.
Επίσης, ότι υπήρχαν δύο πραγματικότητες. Η
ανώτερη θεϊκή πραγματικότητα, (την οποία συχνά ταύτιζε με τα άστρα), και
η κατώτερη πραγματικότητα παρατηρούμενη από τους ανθρώπους. Σε αυτές
υπήρχε μία σύνδεση από πάνω προς τα κάτω, αλλά όχι από κάτω προς τα
πάνω. Αυτή η δεύτερη σύνδεση απαιτούσε μια μεγάλη υπέρβαση –και γνώση–
από πλευράς του ανθρώπου, την οποία ελάχιστοι ήταν διατεθειμένοι να
κάνουν. Οι τρόποι αυτής της σύνδεσης είναι –και πρέπει να παραμείνουν–
μυστικοί.
Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας πολλών θαυμαστών γεγονότων
μαζί με τον Γιάννη Φουράκη, ή σε σχέση με αυτόν, αλλά και πολλών
μυστηριωδών περιπτώσεων.
Θα χρειαζόταν να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο
για να διηγηθώ όλες αυτές τις περιπτώσεις. (Και δεν ξέρω και αν ο ίδιος
θα το ήθελε κάτι τέτοιο). Μπορώ όμως να αναφέρω εδώ παραδειγματικά ένα
συχνό χαρακτηριστικό.
Υπήρξαν πολλές φορές που επιδείκνυε μια
παράξενη διορατικότητα, μια ενόραση, ακόμη και μαντική. Προέβλεπε
γεγονότα, τα ήξερε από πριν. Σε κάποιες φάσεις μπορούσε π.χ. να σου πει
«πήγαινε εκεί και θα βρεις αυτό κι αυτό και θα γίνει εκείνο το πράγμα»,
και όντως έτσι γινόταν. Ή, άλλες φορές, ήξερε πού πήγες και τί είχες
κάνει, πριν του το πεις, χωρίς να έχει καμία ενημέρωση, ή ακόμη και όταν
δεν ήθελες εσύ να του το πεις, αυτός το ήξερε.
Ο Γιάννης, πολύ
συχνά, σαφώς και αναμφισβήτητα για μένα, ήταν «σε επαφή με κάτι». Ας
πούμε, με ένα «κανάλι επικοινωνίας», ή με «κάποιους». Μπορούσε, μάλιστα,
και το έκανε συχνά, να μεταφέρει κάποιο μήνυμα, σε κάποιον. Κι επίσης,
εμφανίζονταν και άνθρωποι από το πουθενά και τού μετέφεραν κάποιο
μήνυμα, ή τον βοηθούσαν σε κάτι, ή τον ενίσχυαν, ή τού έλεγαν –ή του
έδιναν– κάτι παράξενο, που είχε σημασία για αυτόν. (Επίσης, μπορούσε να
φέρει κάποιους ανθρώπους σε επαφή μεταξύ τους, θεωρώντας ότι αυτή η
επαφή πρέπει να γίνει, ότι είναι σημαντική, χωρίς όμως αυτό να είναι
φανερό ως αναμενόμενο, και όντως αποδεικνυόταν σημαντική ή και
καθοριστική).
Τώρα θυμήθηκα ένα σχετικά πρόσφατο περιστατικό.
Θυμάμαι
μια νύχτα –εγώ στη Θεσσαλονίκη κι αυτός στην Αθήνα– μάς τηλεφώνησε μετά
τα μεσάνυχτα, εμένα και τον φίλο μας τον Μάρκο, και μάς ξεσήκωσε
επιτακτικά να μπούμε αμέσως στο αυτοκίνητο και να πάμε σε μια ερημική
τοποθεσία έξω από την πόλη, όπου θα βλέπαμε ίσως ένα ιπτάμενο σκάφος, ας
πούμε ένα U.F.O., ή και ένα παράξενο ουράνιο φαινόμενο που θα
εστιαζόταν εκεί, ή κάτι παρόμοιο, δεν ήταν σίγουρος τι, αλλά επέμενε
πολύ γι’ αυτό. Πήραμε τους δρόμους να βρούμε την τοποθεσία μέσα στα
μαύρα μεσάνυχτα, με αόριστες υποδείξεις, στο τέλος χαθήκαμε, δεν είδαμε
τίποτε, δεν συνέβη τίποτε. Εγώ διαμαρτυρόμουν για το μάταιο τρέξιμο.
Εκείνος μού είπε «μπορεί να μην χαθήκατε τυχαίως, ίσως για να μην το
δείτε, ή μπορεί και να έκανα λάθος, μπορεί να μην ήταν εκεί ακριβώς, ή
μπορεί να γίνει αύριο τη νύχτα…» Δεν το επιχειρήσαμε ξανά, με κάτι τόσο
αόριστο κατά νου…
Την αμέσως επόμενη νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα, κι
ενώ δεν το σκεφτόμουν πια, ήμασταν στον δρόμο με έναν άλλο φίλο μου με
μία μοτοσυκλέτα, πηγαίναμε κάπου άσχετα, τελείως αλλού. Ξαφνικά, ενώ
οδηγούμε, βλέπουμε από πάνω μας στον ουρανό ένα εξαιρετικά μεγάλο φως,
μια φωτεινή σφαίρα, να διασχίζει τον ορίζοντα με πολύ μεγάλη ταχύτητα,
και καθώς απομακρυνόταν φώτισε ένα μεγάλο σημείο του ανατολικού
ορίζοντα, έκανε μια απότομη μανούβρα και ξαφνικά εξερράγη σαν
πυροτέχνημα στο βάθος του τοπικού ουρανού, απέναντί μας χαμηλά. Ήταν ένα
πολύ εντυπωσιακό φαινόμενο. Προφανώς ήταν κάποιος μικρός μετεωρίτης ή
ποιος ξέρει τι άλλο... Ήταν αργά τη νύχτα, δεν το είχε δει κανείς, δεν
ακούστηκε τίποτε περί αυτού μετά. Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα φυσικά τη
φάση της προηγούμενης νύχτας, και αμέσως υπολόγισα ότι η πτώση του
κατέληξε χαμηλά στον ουράνιο ορίζοντα προς την κατεύθυνση της ευρύτερης
τοποθεσίας που είχε υποδείξει ο Γιάννης! Δηλαδή, αν ήμασταν εκεί πέρα
που είχαμε πάει τη χθεσινή νύχτα, η έκρηξη εκείνη θα γινόταν από πάνω
μας…
Σημειώστε ότι ούτε οι αστρονόμοι δεν μπορούν ούτε να
υπολογίσουν από πριν ούτε να εντοπίσουν έγκαιρα την πτώση ενός μοναδικού
μικρού μετεωρίτη, (αν ήταν όντως μετεωρίτης αυτό που είδαμε, διότι είχε
παράξενη συμπεριφορά και εμφάνιση, οπότε δεν είμαι βέβαιος). Και,
φυσικά, το θέμα δεν ήταν μόνο ότι ο Γιάννης το είχε προβλέψει (με
απόκλιση μιας νύχτας), αλλά το θέμα ήταν ότι τελικά το είδα εγώ που
ήθελε ο Γιάννης να το δω, «τυχαία». Τί πιθανότητες υπάρχουν για κάτι
τέτοιο;…
Αυτά και άλλα πολλά έκανε ο φίλος μας ο Γιάννης ο Φουράκης.
Έφυγε
από τη ζωή, πρόωρα και απότομα. Δεν ήταν άρρωστος, δεν το περιμέναμε,
(έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο), αλλά ο ίδιος είχε προβλέψει τον θάνατο
του, επί λίγους μήνες πριν, έλεγε συχνά «δεν θα είμαι για πολύ καιρό
ακόμη μαζί σας, εγώ δεν θα το δω αυτό το πράγμα που λέμε…» αναφορικά σε
κάτι που συζητούσαμε. Λίγο καιρό πριν φύγει, μού είχε πει «ήρθε ο καιρός
να επιστρέψω στο άστρο από το οποίο προήλθα», κι ακουγόταν ως γνήσιος
Νεοπλατωνικός.
Μερικές φορές σκέφτομαι άραγε αν θα μπορούσα με
κάποιον παράξενο τρόπο να καταφέρω ένα ταξίδι στον χρόνο, να γυρίσω πίσω
στον χρόνο και, γνωρίζοντας πλέον λεπτομερώς τις συνθήκες του θανάτου
του και τα περιστατικά που συνέβησαν, να παρέμβω σε αυτά και να τον
γλιτώσω. Αληθινά, αν ήταν δυνατόν για μένα το ταξίδι στον χρόνο, γνωρίζω
ακριβώς αυτά που θα έπρεπε να κάνω για να τον γλιτώσω –δηλαδή πιστεύω
ότι θα μπορούσε να είχε σωθεί αν κάποιος γνώριζε από πριν όλα αυτά που
επρόκειτο να συμβούν και παρενέβαινε σε αυτά.
Γιατί όχι; Μπορεί κάποτε να τα καταφέρω, και να τον γλιτώσω...
Σκέφτομαι
όμως ότι αν το συζητούσα τώρα αυτό με το φάντασμά του, ο ίδιος θα έλεγε
ότι ήταν όλο «σκηνοθετημένο εξ άνωθεν» να συμβεί έτσι, και ότι ακόμη κι
αν μπορούσα να βρεθώ πίσω στον χρόνο δεν θα τα κατάφερνα να το αλλάξω.
Και θα γελούσε μαζί μου.
Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.
Κλείνοντας,
θέλω να σας ρωτήσω αν υπάρχουν συνοδοιπόροι που σας ακολουθούν στη
μέχρι τώρα χαραγμένη πορεία σας. Μοιράζεστε κάποιες κοινές περιπλανήσεις
και εμπειρίες;
Η πορεία έχει χαρές και θλίψεις.
Η
συμπόρευση για να μετράει αληθινά, για να αποδεικνύεται σημαντική,
πρέπει να μετράει στο βάθος του χρόνου, δηλαδή να μην είναι περιστασιακή
ή εφήμερη. Κι έτσι γίνεται και άξια λόγου...
Υπάρχουν πάντα
άνθρωποι που είναι μαζί σου για την πορεία, συνήθως τη δική τους όχι τη
δική σου, διασταυρώνονται οι πορείες σας, και τυχαίνει να είστε για λίγο
στην ίδια πορεία. Και υπάρχουν πάντα και άνθρωποι που είναι μαζί σου
στην πορεία επειδή σε αναγνωρίζουν, επειδή αναζητάτε τα ίδια πράγματα,
από αγάπη για αυτά –και συνδέεστε καθοριστικά– και ταξιδεύετε προς τον
ίδιο προορισμό, και επίσης είναι εδώ για σένα τον ίδιο, όχι μόνο για
αυτά.
Συνοδοιπόροι στην πορεία μου υπήρξαν πολλοί άνθρωποι. Άλλοι
από αυτούς ήταν της μίας κατηγορίας και άλλοι ήταν της άλλης, ο χρόνος
τα φανερώνει αυτά τα πράγματα. Και, φυσικά, ο χρόνος είναι που σε
διδάσκει τελικά στη διαδρομή, η μεγάλη απόσταση που διανύεις…
Επειδή
η πορεία είναι πολύ μεγάλη, τα τοπία αχανή, οι δυσκολίες πολλές, συχνά
είσαι μόνος σου, αλλά αργά ή γρήγορα διαπιστώνεις το εξής: Υπάρχει μία
αόρατη αδελφότητα, που αποτελείται από τους ανθρώπους…του δρόμου –εννοώ
του ίδιου παράξενου δρόμου. Ό,τι και να γίνει, ξέρεις ότι αυτοί είναι
κάπου εκεί έξω, κάπου εκεί γύρω, και αντλείς μια παρήγορη συντροφικότητα
από αυτό, ξέρεις ότι βλέπετε τα ίδια πράγματα, ότι περνούν και αυτοί
από εκεί, ότι νιώθετε τα ίδια πράγματα, ότι ανακαλύπτετε τα ίδια
πράγματα, οι δυσκολίες σου είναι και οι δυσκολίες τους, το ίδιο και η
χαρά σου.
Αυτή η αόρατη αδελφότητα, το έχω διαπιστώσει ότι υπάρχει,
τη γνωρίζω πολύ καλά. Τα μέλη της, αυτοί οι ίσως «άγνωστοι» μεταξύ τους
συνοδοιπόροι, οι Συνταξιδιώτες, είναι που αληθινά έχουν κοινές
περιπλανήσεις και εμπειρίες, όπως ακριβώς το θέτετε…
Και με
διάφορους τρόπους μοιράζονται αυτές τις περιπλανήσεις και τις εμπειρίες
τους, με τους αδελφούς τους. Μπορεί να γίνεται με κάποιον χάρτη που
έστειλαν, μπορεί να γίνεται με κάποια μυστικά σημάδια που αφήνουν στη
διαδρομή, για να δείξουν κάτι ή για να βοηθήσουν, με τα ίχνη τους που
ανακαλύπτεις, με αναγνωριστικούς κώδικες, με κάποια ροή πληροφορίας, με
ημερολόγια που βρίσκεις, με ενισχύσεις στην ανάγκη σου, με καλέσματα, με
εκπομπές στον ασύρματο, με εξ αποστάσεως επικοινωνίες, με ενθουσιώδεις
συναντήσεις, με φιλία, με μοιραία συμβάντα, με οραματισμούς, με
διηγήσεις. Με όλους τους τρόπους…
Κι έτσι, εξαιτίας τους, αυτή η
Περιπέτεια δεν χάνει ποτέ το νόημά της, υπενθυμίζει και επιβεβαιώνει και
δικαιώνει συνεχώς τον εαυτό της. Κι έτσι, συνεχίζουμε! Με μεγάλη
ελπίδα, όλο και πιο μακριά…
Όπως έχει αναφωνήσει και ο Εμπειρίκος: «Η πίστις της Περιπετείας δεν χαλαρώθηκε!...»
Σ’
εμένα, που θέλω να είμαι συγγραφέας, αληθινοί συνοδοιπόροι, στο βάθος
του χρόνου, υπήρξαν οι καλοί αναγνώστες μου. Αυτούς ευγνωμονώ
περισσότερο. Αυτοί μού έδωσαν τη δυνατότητα να είμαι αυτό που είμαι,
αυτοί πάντα με δικαίωναν, με βοήθησαν, με ενίσχυσαν, μου έδωσαν λόγο
ύπαρξης, με ενθάρρυναν, συνδεθήκαμε πολύ, με συντρόφευσαν όσο κανείς
άλλος. Οι Συνταξιδιώτες μου. Θα ήμουν εγώ εδώ τώρα, αν δεν υπήρχαν
αυτοί;;…
Επίσης, το πιο ελπιδοφόρο για μένα, συνοδοιπόροι στην
πορεία μου είναι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι. Κάποιοι πολύτιμοι για μένα
φίλοι, οι δάσκαλοί μου που μου δίδαξαν ό,τι ξέρω (άνθρωποι νεκροί πια οι
περισσότεροι, αλλά όχι για μένα, διότι ζουν μέσα στην καρδιά μου), τα
παιδιά, η Δουλτσινέα, η αναζήτηση του Γκράαλ και ο ιπποτικός της κώδικας
που είναι συντροφική πυξίδα, εκείνοι οι άνθρωποι που αγάπησα και αγαπώ
(γνωρίζουν αυτοί ποιοι είναι), διότι τελικά η πορεία μας γίνεται υπό την
αιγίδα του Βασιλείου της Καρδιάς.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο που μου αφιερώσατε.
«Εμείς που παντού την Περιπέτεια αναζητούμε
Δεν είμαστε οι εχθροί σας
Να σας χαρίσουμε θέλουμε αδιάβατες μυστικές περιοχές
Όπου το Μυστήριο σαν άνθος μαγικό φυτρώνει
Για εκείνον που θέλει να το δρέψει.
Τον οίκτο σας για ‘μας που πολεμούμε
Στα σύνορα του Απεριόριστου και του Μελλοντικού…»
(Γκυγιώμ Απολλιναίρ)
http://www.fourakis-kea.com/forum/viewtopic.php?f=78&t=6008