Ρουμπίνα Σπάθη
Την είδηση ανέφερε σχεδόν σιβυλλικά το BBC με τον εκ πρώτης όψεως ακατανόητο τίτλο «Κινέζοι αξιωματούχοι προειδοποιούνται να μη χρησιμοποιήσουν την αργία του Σεληνιακού Νέου Ετους τον επόμενο μήνα ως πρόσχημα για να ανταλλάξουν ακριβά δώρα». Θα απορούσε κανείς για ποιο λόγο χρειάζονται πρόσχημα την κινεζική αυτή αργία της 26ης Ιανουαρίου για να ανταλλάξουν δώρα οι Κινέζοι αλλά η ανάλυση που ακολουθούσε ήταν αποκαρδιωτικά σαφής.
Η αρχή κατά της διαφθοράς της κινεζικής κυβέρνησης έχει καταστήσει σαφές στα κυβερνητικά στελέχη ότι πρέπει να επιδεικνύουν σεμνότητα και να διάγουν βίο λιτότητας και εγκράτειας.
Ρητή εντολή του ΚΚΚ
«Τα δείπνα, τα θεάματα και η ανταλλαγή δώρων με χρήματα του κράτους απαγορεύονται αυστηρώς» ήταν η ρητή εντολή που εξέδωσε το ΚΚΚ μέσω του κρατικού ειδησεογραφικού πρακτορείου. Ο λόγος, βέβαια, δεν είναι άλλος από τη θεαματική επιβράδυνση που σημειώνει ο άλλοτε ιλιγγιώδης ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Ακόμη κι αν ο ρυθμός αυτός παραμείνει σε ένα εντυπωσιακό για τα δυτικά δεδομένα ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 6% με 6,5% το επόμενο έτος, για την Κίνα δεν επαρκεί για να διασφαλίσει τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας και τη δημιουργία νέων θέσεων. Ηδη κλείνουν εργοστάσια και άνθρωποι μένουν άνεργοι. Και η αυταρχική συγκεντρωτική κινεζική ηγεσία αρχίζει να ανησυχεί για το ενδεχόμενο κοινωνικών ταραχών.
Το κλίμα επιτείνει η εικόνα της κινεζικής αγοράς. Σύμφωνα με την εταιρεία παροχής δεδομένων Dealogic, το 2008 οι αρχικές δημόσιες εγγραφές κινεζικών εταιρειών άντλησαν κεφάλαια ύψους 14,6 δισ. δολαρίων στο χρηματιστήριο της Κίνας και 7,4 δισ. δολαρίων στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ αλλά τα επίπεδα αυτά είναι τα χαμηλότερα των τελευταίων τριών ετών. Σχετικό δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Financial Times, αναλύει τα στοιχεία της Dealogic και τα ερμηνεύει ως ένδειξη πως οι εισαγωγές κινεζικών επιχειρήσεων στα χρηματιστήρια θα συνεχισθούν μεν μέσα στο 2009 αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα φτάσουν στα επίπεδα του 2006 και του 2007.
Η βρετανική εφημερίδα υποθέτει, μάλιστα, πως στην προσπάθειά του να δώσει ώθηση στην υποτονική αγορά, το Πεκίνο θα καταφύγει στην πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων.
Σημειωτέον ότι οι τέσσερις σημαντικότερες από τις εισαγωγές κινεζικών εταιρειών στο χρηματιστήριο που έγιναν το 2008 αφορούσαν κρατικά περιουσιακά στοιχεία από τους τομείς των σιδηροδρόμων και της ενέργειας από τους οποίους αναμένεται να υπάρξουν περαιτέρω δημόσιες εγγραφές το νέο έτος. Κι έτσι υπό την απειλή των κοινωνικών ταραχών, η πρώτη γραμμή άμυνας για την κινεζική ηγεσία είναι να περιορίσει τα στελέχη του κόμματος σε επίπεδα διαβίωσης που να μην προκαλούν όσους υποφέρουν. Είναι, άλλωστε, σύνηθες φαινόμενο οι καταγγελίες για διαφθορά των κυβερνώντων και τα δεινά που θα προκαλέσει η κρίση μάλλον θα ευαισθητοποιήσουν περισσότερο την κοινή γνώμη σε οποιαδήποτε επίδειξη πλουτισμού από πλευράς των στελεχών.
Στο μεταξύ η Κίνα έχει αφήσει το νόμισμά της να ενισχυθεί ελαφρώς τα τελευταία χρόνια αλλά στο εσωτερικό της χώρας η κινεζική κυβέρνηση υφίσταται ισχυρές πιέσεις για να υποτιμήσει. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι απλά. Από πλευράς της Αμερικής η Κίνα πιέζεται να επιτρέψει την ενίσχυση του νομίσματός της. Οπως, άλλωστε, επισημαίνει σε σχετικό δημοσίευμά της η εφημερίδα International Herald Tribune, η μοίρα της Κίνας παραμένει συνδεδεμένη με τη μοίρα των ΗΠΑ και αντιστρόφως. Κι αυτό γιατί η Κίνα εξακολουθεί να είναι μέγας πιστωτής του αμερικανικού Δημοσίου. Μια μερίδα οικονομολόγων που διαφωνεί με αυτή τη μορφή αλληλεξάρτησης μεταξύ Αμερικής και Κίνας τονίζει πως οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν ασκήσει ισχυρότερες πιέσεις στην κινεζική κυβέρνηση ώστε να ανατιμήσει το νόμισμά της, η χαμηλή ισοτιμία του οποίου κατέστησε τις κινεζικές εξαγωγές τόσο ανταγωνιστικές με αποτέλεσμα να αναδειχθεί η Κίνα σε πρώτη δύναμη παγκοσμίως στον τομέα της μεταποίησης.
Την τελευταία πενταετία η Κίνα έχει επιδείξει υπερβολικό ζήλο στην αγορά ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου. Σύμφωνα με την ΙΗΤ, σήμερα η Κίνα έχει τοποθετήσεις σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου αξίας 652 δισ. δολαρίων ενώ πριν από ένα χρόνο διατηρούσε 459 δισ. δολάρια. Προσθέτοντας σε αυτά τα ομόλογά της στη Fannie Mae, οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν πως η Κίνα έχει σήμερα στην κατοχή της ένα δολάριο για κάθε 10 δολάρια του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ.
Η βρετανική εφημερίδα επισημαίνει πως το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών προκηρύσσει όλο και περισσότερες δημοπρασίες για την αγορά των ομολόγων του ώστε να χρηματοδοτήσει το πακέτο ενίσχυσης των τραπεζών ύψους 700 δισ. δολαρίων, ενώ θα χρειασθεί ακόμη περισσότερα για τη δέσμη μέτρων της κυβέρνησης Ομπάμα.
Οχι μόνον η διαρκής σύσφιγξη αυτής της σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις δύο οικονομίες αλλά αυτή καθ' εαυτή η εξάρτηση των ΗΠΑ από τον ασιατικό γίγαντα έχει αποτελέσει λόγο προβληματισμού μεταξύ των Αμερικανών οικονομολόγων.
Οπως επισημαίνει η ΙΗΤ σε σχετικό δημοσίευμά της, ο ίδιος ο Μπεν Μπερνάνκι επιχείρησε εδώ και χρόνια να ερμηνεύσει το φαινόμενο αποδίδοντάς το στην υπερβολική τάση των Κινέζων να αποταμιεύουν, που είχε σαν αποτέλεσμα να διαθέτουν τεράστια ποσά και να τα διαθέτουν με χαμηλά επιτόκια. Οπως, όμως, τονίζει η ΙΗΤ, το γεγονός ότι την περασμένη δεκαετία η Κίνα επένδυσε σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου περισσότερα από ένα τρισ. δολάρια οδήγησε σε μείωση των αμερικανικών επιτοκίων.
Μια άλλη κατηγορία οικονομικών αναλυτών που επίσης διαφωνεί με αυτήν την κατάσταση επιρρίπτει ευθύνες στη Fed και μάλιστα στον πρώην πρόεδρό της, Αλαν Γκρίνσπαν, για τη δημιουργία της φούσκας των ακινήτων εξαιτίας ακριβώς αυτών των χαμηλών επιτοκίων. Η κατηγορία αυτή ισχυρίζεται πως η Fed έπρεπε να έχει διατηρήσει τα επιτόκια σε όχι τόσο χαμηλά επίπεδα και να αρχίσει να τα αυξάνει ταχύτερα ώστε να αποτρέψει την κερδοσκοπία και τη φούσκα στην αγορά ακινήτων.
Ο Μπερνάνκι, που σήμερα εκφράζει τη λύπη του για το ότι δεν υπήρξε επαρκής μέριμνα για να ρυθμιστεί ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να αποτραπεί η κακή χρήση των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων και των προερχόμενων από την Κίνα, δήλωσε προσφάτως σε συνέντευξή του στην Ουάσιγκτον πως «η έγκαιρη επίτευξη μιας καλύτερης ισορροπίας των διεθνών ροών κεφαλαίων θα είχε μειώσει σημαντικά τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα». Επέμεινε, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε συντονισμένη συνεργασία σε διεθνές επίπεδο και όχι μόνον από πλευράς των ΗΠΑ.
Αλλά δεν υπήρχε προθυμία σε διεθνές επίπεδο. Απέδωσε μάλιστα την απροθυμία αυτή στο ότι η σχέση αλληλεξάρτησης Κίνας και ΗΠΑ απέδιδε καρπούς και για τις δύο πλευρές.
Η Κίνα ωφελήθηκε από τη συνεχή αύξηση των εξαγωγών της και την οικονομική σταθερότητα και οι ΗΠΑ από τις φθηνές εισαγωγές και τον φθηνό ξένο δανεισμό.
Κι αν για τους Αμερικανούς καταναλωτές η κατάσταση αυτή ήταν επωφελής καθώς τους προσέφερε τη δυνατότητα φθηνότερων αγαθών, οι κλασικές οικονομικές θεωρίες διδάσκουν πως το εμπορικό χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές ήταν μοιραίο να προκαλέσει αργά ή γρήγορα σοβαρή βλάβη στην αμερικανική οικονομία.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1/1/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου