8.2.09

Καθηλωμένοι σε μηδενική βάση

Tου Xρήστου Γιανναρά
Πότε λέμε ότι «έχει τελειώσει πολιτικά» μια κυβέρνηση; Μάλλον όταν τα ενεργήματά της δεν υπακούνε σε καμιά λογική. Ούτε καν στη λογική του ενστίκτου αυτοσυντήρησης.
Ας απαντούσε έστω σε μία και μόνη ερώτηση ο σημερινός (ένας ακόμα μοιραίος για τον τόπο) πρωθυπουργός: Για ποιον σκοπό πιστεύει ότι εκλέγεται μια κυβέρνηση; Για να κυβερνήσει τη χώρα με το συγκεκριμένο πρόγραμμα που προεκλογικά έχει εξαγγείλει και η πλειοψηφία των πολιτών προέκρινε; ΄Η για να αποδυθεί σε «διαλόγους» κολακεύοντας οργανωμένα συμφέροντα, μήπως και αυτά της επιτρέψουν περιορισμένης ευθύνης διαχείριση των κοινών;
Βαρναλικές φιγούρες της πολιτικής –«δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι»– ας απαντήσουν: Τι ακριβώς σημαίνει ένας «από μηδενική βάση διάλογος» για την Παιδεία; Οτι παραιτείται η κυβέρνηση από τις προγραμματικές της δεσμεύσεις και τη λαϊκή εντολή να τις εφαρμόσει;
Και προδίδοντας τη δεδηλωμένη πλειοψηφία των πολιτών καλεί σε διάλογο ποιους; Τις συνδικαλιστικές μαφίες των μειοψηφικών κομμάτων; Καλεί όσα δύστυχα μαθητούδια έχουν στρατωνιστεί στον κομματικό γενιτσαρισμό του «μαθητικού κινήματος»; ΄Η τους συλλόγους των γονέων, που μπορεί ειλικρινά να ενδιαφέρονται για την παιδεία των παιδιών τους, αλλά δεν διαθέτουν οπωσδήποτε τις εξειδικευμένες γνώσεις για να έχουν υπολογίσιμη γνώμη.
Είναι περισσότερο από φανερό ότι και ο ίδιος πρωθυπουργός ούτε που υποψιάζεται ποιες πολύμοχθες ειδικές σπουδές απαιτεί μια γόνιμη αναμέτρηση με τα προβλήματα της εκπαίδευσης, ποια τεράστια πείρα παιδαγωγική, ποιαν έκτακτη ευφυΐα, τι εχέγγυα ανεξαρτησίας από ιδεολογικές μεροληψίες. Δεν υποψιάζεται τίποτε από αυτά, γι’ αυτό και διόρισε τρεις έως τώρα υπουργούς Παιδείας με κριτήρια που αποτελούν αίνιγμα και σκάνδαλο: Ποια εξειδίκευση, ποια προετοιμασία, ποιο κύρος είχαν και οι τρεις αυτές θλιβερές κομματικές πριμαντόνες που προκρίθηκαν από τον πρωθυπουργό για να ριχτούν στην κάμινο του πυρός την καιομένη;
Εγραφε το κύριο άρθρο της «Καθημερινής» στις 30/1/2009, πώς «όταν στόχος μιας κυβέρνησης είναι η συνέχιση της αδράνειας, τότε επιλέγεται ο διάλογος από μηδενική βάση που ουσιαστικά σημαίνει το πάγωμα κάθε μεταρρύθμισης». Δηλαδή επιλέγεται ο αδιάντροπος εμπαιγμός της κοινωνίας των πολιτών. Δεκαετίες τώρα οι κυβερνήσεις των δύο «κομμάτων εξουσίας» θάβουν την ντροπή ευτελισμού της εκπαίδευσης στον παραλογισμό του προσχηματικού «διαλόγου». Και η παρακμιακή μας κοινωνία καταπίνει τον εμπαιγμό. Συνεχίζει να προσφέρει την ψήφο της στους δεξιοτέχνες της απάτης. Μας έχουν οδηγήσει σε εφιάλτη κοινωνικής διάλυσης και αδιεξόδου, αλλά οι δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν ότι ένα 60 ή και 70% των ψηφοφόρων παραμένουν, με απίστευτη μαζοχιστική εμμονή, υποστηρικτές των δημίων μας.
Βέβαια, η φενάκη του «διαλόγου» και ειδικότερα ο παραλογισμός του «διαλόγου από μηδενική βάση» είναι η αντιπαροχή εξουσίας που προσφέρουν οι κυβερνήσεις στα μειοψηφικά κομματικά απολειφάδια του Κοινοβουλίου. Αντιπαροχή εξευμενισμού (όπως στον μύθο τα νεανικά κορμιά αντιπαροχή στον Μινώταυρο) επειδή τα κομματικά απολειφάδια διεκδικούν μερίδιο εξουσίας με όπλο τη βία – είναι η μόνιμη απειλή της έννομης τάξης που οι κυβερνήσεις αδυνατούν να ελέγξουν. Εχουν δηλώσει προκλητικότατα οι δήθεν «αριστερές» κομματικές μειοψηφίες ότι αρνούνται να πειθαρχούν στους νόμους της Δημοκρατίας, ότι τις αποφάσεις της Βουλής τις κρίνει η οχλοκρατία στους δρόμους.
Εχουν τον αέρα να το κάνουν. Συνεχίζουν «με καινούργιες μορφές πάλης» το πραξικόπημα του 1946-1949. Ποντάροντας στην αλογία της ψυχολογίας του όχλου ελέγχουν τις λυμφατικές κυβερνήσεις των ασπόνδυλων «πολυσυλλεκτικών» κομμάτων εξουσίας με όπλο γκανγκστερικούς εκβιασμούς στο τραπέζι «διαλόγων».
Ετσι οι «διάλογοι», στους οποίους έντρομες καταφεύγουν οι κυβερνήσεις, είναι πάντοτε μονότροπα προκαθορισμένοι: Οι τάχα και «αριστεροί» ζητάνε μόνο λεφτά, μόνο αυξήσεις κονδυλίων. Και οι άλλοι, που δεν έχουν κανένα κοινωνικό όραμα να αντιτάξουν, καμιά πίστη, αρκούνται να παζαρεύουν. Κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες, έστω κατ’ επίφασιν, δεν ξεμυτίζουν στον «διάλογο». Τα κομματίδια του «αριστερού» καριερισμού δεν μάχονται για αξιοκρατία, δεν απαιτούν ποιότητα. Δεν διανοούνται να ελέγξουν με ποια προετοιμασία, ποιαν εξειδίκευση, ποια γνώση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ποια παιδαγωγική εμπειρία αναλαμβάνονται ευθύνες υπουργού Παιδείας, υφυπουργού, γενικού γραμματέα, προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Ερευνας. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι να ρεύσει χρήμα, να επωφεληθούν τα τρωκτικά της παραεξουσίας.
Η μονοτροπία των οικονομικών διεκδικήσεων δεν επιτρέπει, ούτε σαν ψίθυρο, την άμεσα επαληθεύσιμη πιστοποίηση: Οτι, αν εξαιρέσουμε τη συνεχή ανάγκη να προστίθενται και να συντηρούνται κτίρια, η Παιδεία στην Ελλάδα σήμερα δεν χρειάζεται ούτε δραχμή παραπάνω. Η σπατάλη σε σχολειά και πανεπιστήμια είναι εξωφρενική. Οι αργομισθίες προκλητικές. Οι ατιμώρητες καταστροφές υλικού (όχι μόνο από κουκουλοφόρους) πελώριο σκάνδαλο. Η δωρεάν παροχή βιβλίων και συγγραμμάτων σε φτωχούς και πλούσιους, σωστή παράνοια. Το ίδιο και η πληθώρα εργαστηρίων φυσικής και χημείας που μένουν αχρησιμοποίητα, οι αναρίθμητοι υπολογιστές που περιμένουν επισκευή ή είναι άχρηστοι από κακή συντήρηση, οι όγκοι βιβλίων παροπλισμένων σε κλειδωμένες βιβλιοθήκες – τέλος δεν έχει η πολυποικιλότητα της σπατάλης. Νοικοκύρεμα χρειάζεται η Παιδεία, όχι λεφτά. Και αμείλικτη αξιοκρατία σε κάθε πτυχή της.
Τριάντα πέντε χρόνια τώρα η κομματική ιδιοτέλεια εκμαυλίζει την ελλαδική κοινωνία και ειδικότερα τη νεολαία, με δωρεάν φανταιζίστικες παροχές, ενώ εγκληματικά στερεί τη χώρα από παραγωγικές επενδύσεις σε απαιτητικές δομές εκπαίδευσης και έρευνας. Μπουκωμένη η νεολαία και πεπεισμένη ότι το κράτος μόνο της οφείλει και της τα οφείλει όλα δωρεάν, δεν έχει άλλη διαφυγή από την επακόλουθη ανία παρά μόνο το σπορ της καταστροφής, το αυτονόητο των βανδαλισμών. Και δεν υπάρχει ούτε μια τίμια αριστερή φωνή να κραυγάσει: «Καταργήστε την εκμαυλιστική φενάκη της δωρεάν παιδείας, ούτε δραχμή παραπάνω στο μπάχαλο της παιδείας, αναμορφώστε από τα θεμέλια τη διαλυμένη παιδεία».
Ανάσχεση της κατάφωρης κοινωνικής αποσύνθεσης και της συντελεσμένης καταστροφής του κράτους δεν είναι λογικό να περιμένουμε: οι πολιτικές εξελίξεις είναι φρακαρισμένες στα δόκανα της οικογενειοκρατίας, στο τέλμα μικρονοϊκής εξουσιολαγνείας σπιθαμιαίων ηγεμονίσκων. Οι ηγεμονίσκοι δεν μπορούν καν να διαβάσουν αυτές εδώ τις γραμμές ή όποια άλλη γραφή κριτικής και πολιτικής αγωνίας: οι «γκουβερνάντες» τους ξεχωρίζουν από τις εφημερίδες μόνο τα εύπεπτα για τον αρχηγό αποκόμματα!..
Και είναι μόλις ογδόντα έξι χρόνια που ο Καβάφης έγραφε «το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν· εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν». Μέσα σε δυο γενιές φτάσαμε από τον Καβάφη στον Αλαβάνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: