Του Τρύφωνα Κολλιντζά*
Το 2009 η Ελλάδα θα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 12,5% του ΑΕΠ και για το 2010 προβλέπεται να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 9,5% του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα αυτά είναι τα μεγαλύτερα στην Ευρωζώνη και τα μεγαλύτερα ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ (με την εξαίρεση της Ισλανδίας). Είναι επίσης πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τα ελλείμματα των τελευταίων τριάντα πέντε ετών. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι συγκυριακό και οφείλεται στην οικονομική ύφεση. (Δηλαδή, σε μια οικονομική ύφεση τα μεν έσοδα κινούνται αυτόνομα προς τα κάτω, ενώ οι δαπάνες κινούνται αυτόματα προς τα πάνω.) Σε κάποιο μικρότερο βαθμό, το έλλειμμα είναι και αποτέλεσμα της, ορθής κατά τη γνώμη μου, πολιτικής της κυβέρνησης να αποτυπώσει τις υποχρεώσεις της ανεξάρτητα με το πότε τακτοποιούνται. Τέλος, σε κάποιο βαθμό είναι και αποτέλεσμα του φαινομένου του εκλογικού κύκλου. (Δηλαδή, της δημιουργίας διογκωμένων ελλειμμάτων τα έτη που διεξάγονται εκλογές.) Εστω, όμως, και αν δεν συνέτρεχαν οι παραπάνω λόγοι, το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα ήταν της τάξης του 5%-6% του ΑΕΠ, πάνω από το συμβατικό όριο του 3% που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτό είναι το περίφημο «διαρθρωτικό έλλειμμα» που χαρακτηρίζει τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας.
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν αρνητική συσχέτιση με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες χώρες. Και, αντίθετα απ’ ό,τι φαίνεται να πιστεύει το ευρύ κοινό, οι οικονομολόγοι, σήμερα, γενικά συμφωνούν ότι τα ελλείμματα ελάχιστα ή καθόλου συμβάλλουν στην καταπολέμηση της ύφεσης. Ιδιαίτερα σε υπερδανεισμένες χώρες, εκτοπίζουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα (για παράδειγμα, η πρόσφατη αύξηση των περιθωρίων των ελληνικών ομολόγων πάνω από τα αντίστοιχα γερμανικά, λόγω του σχετικά μεγαλύτερου εκτιμώμενου κινδύνου αποπληρωμής τους, αυξάνει το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών που με τη σειρά τους, αυξάνουν το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αναβάλλοντας ή ακυρώνοντας τα επενδυτικά τους σχέδια και όχι μόνο) και οδηγούν σε σχετική μείωση της κατανάλωσης και αύξηση της αποταμίευσης για την αντιμετώπιση μελλοντικών φορολογικών επιβαρύνσεων. Τελικά, το μόνο που φαίνεται να εξυπηρετούν τα διαρθρωτικά ελλείμματα είναι η μεταφορά εισοδήματος από το μέλλον στο παρόν. Στο βαθμό δε, που η μεταφορά εισοδήματος από το μέλλον στο παρόν δεν είναι ουδέτερη, ωφελούν κάποιες ομάδες του πληθυσμού βλάπτοντας κάποιες άλλες και, βέβαια, τις μελλοντικές γενιές που δεν ψήφισαν στις εκλογές για την ανάδειξη της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η μείωση του ελλείμματος επιβάλλεται να γίνει με δύο τρόπους και σε δύο φάσεις - με μείωση των δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, με βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα. Για την εκτόνωση της πίεσης που ασκούν το τελευταίο διάστημα οι αγορές, με την αύξηση της διαφοράς απόδοσης των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων, θα πρέπει να εφαρμοσθούν άμεσα μακρο-πολιτικές (π.χ., γενικό πάγωμα ή μείωση συνολικών ονομαστικών δαπανών του Δημοσίου, πάγωμα ή μείωση μισθών στο Δημόσιο, φορολόγηση της κατανάλωσης, κ.ά.). Εντούτοις, η μείωση των δημοσίων δαπανών για τον δραστικό περιορισμό του διαρθρωτικού ελλείμματος δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από διαρθρωτικές (μακροπρόθεσμες) αλλαγές.
Διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να οδηγήσουν σε αναδιάταξη των δημόσιων δαπανών, αφού προηγηθεί εις βάθος μελέτη, τόσο του κόστους παραγωγής τους, όσο και της αποτίμησης της εξυπηρέτησης των λειτουργικών αναγκών που καλύπτουν. Αυτό συνεπάγεται έναν διαφορετικό τρόπο κατάρτισης του προϋπολογισμού. Τέλος, τα δημοσιονομικά έσοδα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια υπολείπονται των φορολογικών εσόδων στις χώρες της Ευρωζώνης, κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, περίπου και μάλλον, παραπάνω, λόγω της μεγαλύτερης παραοικονομίας. Καθώς, οι ονομαστικοί φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι αντίστοιχοι με αυτούς της Ευρωζώνης, είναι προφανές ότι η λύση στο πρόβλημα συνίσταται στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Μια προφανής περιοχή με περιθώρια βελτίωσης είναι ο κλάδος των αυτοαπασχολούμενων, όπου ο αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής (ο λόγος των πραγματικών φορολογικών εσόδων προς το εισόδημα του συγκεκριμένου κλάδου) είναι περίπου το 1/3 του αντίστοιχου της Ευρωζώνης!
* Ο κ. Τ. Κολλίντζας είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Attica Bank και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 2009 η Ελλάδα θα έχει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 12,5% του ΑΕΠ και για το 2010 προβλέπεται να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 9,5% του ΑΕΠ. Τα ελλείμματα αυτά είναι τα μεγαλύτερα στην Ευρωζώνη και τα μεγαλύτερα ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ (με την εξαίρεση της Ισλανδίας). Είναι επίσης πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τα ελλείμματα των τελευταίων τριάντα πέντε ετών. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι συγκυριακό και οφείλεται στην οικονομική ύφεση. (Δηλαδή, σε μια οικονομική ύφεση τα μεν έσοδα κινούνται αυτόνομα προς τα κάτω, ενώ οι δαπάνες κινούνται αυτόματα προς τα πάνω.) Σε κάποιο μικρότερο βαθμό, το έλλειμμα είναι και αποτέλεσμα της, ορθής κατά τη γνώμη μου, πολιτικής της κυβέρνησης να αποτυπώσει τις υποχρεώσεις της ανεξάρτητα με το πότε τακτοποιούνται. Τέλος, σε κάποιο βαθμό είναι και αποτέλεσμα του φαινομένου του εκλογικού κύκλου. (Δηλαδή, της δημιουργίας διογκωμένων ελλειμμάτων τα έτη που διεξάγονται εκλογές.) Εστω, όμως, και αν δεν συνέτρεχαν οι παραπάνω λόγοι, το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα ήταν της τάξης του 5%-6% του ΑΕΠ, πάνω από το συμβατικό όριο του 3% που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αυτό είναι το περίφημο «διαρθρωτικό έλλειμμα» που χαρακτηρίζει τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας.
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν αρνητική συσχέτιση με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες χώρες. Και, αντίθετα απ’ ό,τι φαίνεται να πιστεύει το ευρύ κοινό, οι οικονομολόγοι, σήμερα, γενικά συμφωνούν ότι τα ελλείμματα ελάχιστα ή καθόλου συμβάλλουν στην καταπολέμηση της ύφεσης. Ιδιαίτερα σε υπερδανεισμένες χώρες, εκτοπίζουν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα (για παράδειγμα, η πρόσφατη αύξηση των περιθωρίων των ελληνικών ομολόγων πάνω από τα αντίστοιχα γερμανικά, λόγω του σχετικά μεγαλύτερου εκτιμώμενου κινδύνου αποπληρωμής τους, αυξάνει το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών που με τη σειρά τους, αυξάνουν το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αναβάλλοντας ή ακυρώνοντας τα επενδυτικά τους σχέδια και όχι μόνο) και οδηγούν σε σχετική μείωση της κατανάλωσης και αύξηση της αποταμίευσης για την αντιμετώπιση μελλοντικών φορολογικών επιβαρύνσεων. Τελικά, το μόνο που φαίνεται να εξυπηρετούν τα διαρθρωτικά ελλείμματα είναι η μεταφορά εισοδήματος από το μέλλον στο παρόν. Στο βαθμό δε, που η μεταφορά εισοδήματος από το μέλλον στο παρόν δεν είναι ουδέτερη, ωφελούν κάποιες ομάδες του πληθυσμού βλάπτοντας κάποιες άλλες και, βέβαια, τις μελλοντικές γενιές που δεν ψήφισαν στις εκλογές για την ανάδειξη της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η μείωση του ελλείμματος επιβάλλεται να γίνει με δύο τρόπους και σε δύο φάσεις - με μείωση των δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, με βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα. Για την εκτόνωση της πίεσης που ασκούν το τελευταίο διάστημα οι αγορές, με την αύξηση της διαφοράς απόδοσης των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων, θα πρέπει να εφαρμοσθούν άμεσα μακρο-πολιτικές (π.χ., γενικό πάγωμα ή μείωση συνολικών ονομαστικών δαπανών του Δημοσίου, πάγωμα ή μείωση μισθών στο Δημόσιο, φορολόγηση της κατανάλωσης, κ.ά.). Εντούτοις, η μείωση των δημοσίων δαπανών για τον δραστικό περιορισμό του διαρθρωτικού ελλείμματος δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από διαρθρωτικές (μακροπρόθεσμες) αλλαγές.
Διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να οδηγήσουν σε αναδιάταξη των δημόσιων δαπανών, αφού προηγηθεί εις βάθος μελέτη, τόσο του κόστους παραγωγής τους, όσο και της αποτίμησης της εξυπηρέτησης των λειτουργικών αναγκών που καλύπτουν. Αυτό συνεπάγεται έναν διαφορετικό τρόπο κατάρτισης του προϋπολογισμού. Τέλος, τα δημοσιονομικά έσοδα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια υπολείπονται των φορολογικών εσόδων στις χώρες της Ευρωζώνης, κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, περίπου και μάλλον, παραπάνω, λόγω της μεγαλύτερης παραοικονομίας. Καθώς, οι ονομαστικοί φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι αντίστοιχοι με αυτούς της Ευρωζώνης, είναι προφανές ότι η λύση στο πρόβλημα συνίσταται στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Μια προφανής περιοχή με περιθώρια βελτίωσης είναι ο κλάδος των αυτοαπασχολούμενων, όπου ο αποτελεσματικός φορολογικός συντελεστής (ο λόγος των πραγματικών φορολογικών εσόδων προς το εισόδημα του συγκεκριμένου κλάδου) είναι περίπου το 1/3 του αντίστοιχου της Ευρωζώνης!
* Ο κ. Τ. Κολλίντζας είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Attica Bank και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/12/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου